ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ...
Στην Ορθοδοξία δε γνωρίζουμε το Θεό διανοητικά, στοχαστικά, αφηρημένα ως κάποιο απρόσιτο «πνεύμα», αλλά στο Θεάνθρωπο Χριστό, που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα και έγινε όμοιος με μας (άνθρωπος), χωρίς όμως την αμαρτία μας (Εβρ. 4,15).
Ο Άγιος Φίλιππος καταγόταν από την Καισαρεία της Παλαιστίνης
και ήταν διάκονος μεταξύ των επτά διακόνων της πρώτης Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ
(Πράξ. στ'). Επίσης, ήταν έγγαμος και είχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες με
προφητικό χάρισμα. (Πράξ. κα' 8-9).
Ο Φίλιππος, όμως, δε στάθηκε μόνο στην Ιερουσαλήμ. Πήγε στη
Σαμάρεια και κήρυξε το Ευαγγέλιο, σαν γνήσιος και αυτός «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ
κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ' εὐσέβειαν» (Προς
Τίτον, α' 1). Δηλαδή απόστολος του Ιησού Χριστού για να διδάξει μεταξύ εκείνων
που εξέλεξε ο Θεός, την πίστη και την επίγνωση της αλήθειας, που οδηγεί στην
ευσέβεια.
Εκεί στη Σαμάρεια, δια του κηρύγματός του βάπτισε χριστιανό
και το Σίμωνα το μάγο. Έπειτα, ο Φίλιππος συνάντησε στο δρόμο του τον Ευνούχο
της βασίλισσας Κανδάκης, και αφού τον κατήχησε, βάπτισε και αυτόν Χριστιανό.
Κατόπιν, πήγε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας, όπου με τη διδασκαλία του έπεισε
όλους σχεδόν τους κατοίκους της πόλης να πιστέψουν στο Χριστό. Ο Φίλιππος στην
πόλη αυτή, αφού έκτισε και χριστιανικό ναό, παρέδωσε στο θεό την ψυχή του.
Η
άσκηση των αρετών δεν είναι εύκολη
υπόθεση. Πέρα από την προσωπική ισχυρή
θέληση, είναι απαραίτητη και η αγιαστική
δύναμη της Εκκλησίας μας. Έτσι οι άγιοι
Πατέρες όρισαν, καταμεσής της αγίας
Τεσσαρακοστής να προσκυνείται ο Τίμιος
Σταυρός του Κυρίου, για να λαμβάνουμε
οι πιστοί από αυτόν χάρη και δύναμη για
να συνεχίσουμε με σθένος τον πνευματικό
μας αγώνα.
Ο
Σταυρός του Χριστού είναι το καύχημα
της Εκκλησίας μας και το αήττητο όπλο
κατά των δυνάμεων του κακού. Πάνω σε
αυτόν συντρίφτηκε το κράτος του διαβόλου
και εκμηδενίστηκε η δύναμή του. Από
αυτόν πήγασε η απολύτρωση και η αθανασία
στο ανθρώπινο γένος. Η Εκκλησία μας
ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά
του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας
, φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν
αυτού την δύναμιν » και «Νυν εμφανιζόμενος
ο Σταυρός, δύναμιν παρέχη εν τω μέσω των
νηστειών, τοις το θείον σκάμμα, ανύουσι
προθύμως ΄ αυτόν μετ ' ευάβείας ,
κατασπαζόμεθα ».
Από
φονικό και έχθιστο μέσον εκτέλεσης
κακούργων μεταβλήθηκε σε μέσον αγιασμού
και νοητή ασπίδα προστασίας από τις
επιβουλές του Εωσφόρου και των σκοτεινών
πεσόντων αγγέλων του. Άλλοι τον
παρομοιάζουν με ισχυρό κυματοθραύστη
κατά των κλυδωνισμών της ζωής, που
προκαλεί το κακό και η αμαρτία. Η σωματική
κόπωση της νηστείας και η ψυχική νωχέλεια
του πνευματικού αγώνα είναι δυο βασικοί
παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να
αναστείλουν τη νηπτική πορεία του
πιστού. Η αγιαστική δύναμη του Σταυρού
είναι το αντίδοτο σ' αυτή την κατάσταση.
Ο
Σταυρός του Χριστού, εκτός από θείο
σύμβολο της Εκκλησίας μας, έχει και
ηθική σημασία για τον κάθε πιστό. Όπως
ο Κύριος έφερε το δικό Του Σταυρό στο
Γολγοθά, φορτωμένος τις ανομίες ολοκλήρου
του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο πιστός
του Χριστού, φέρει αυτός τον προσωπικό
του σταυρό, τον αγώνα για σωτηρία και
τελείωση. Ο δρόμος για τη σωτηρία είναι
πραγματικός Γολγοθάς και απαιτεί
αυταπάρνηση σε όσους τον ανεβαίνουν.
Το βεβαίωσε ο Κύριος: « όστις θέλει οπίσω
μου ακολουθείν , απαρνησάσθω ευατόν και
αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω
μοι » (Μαρκ.8,34). Η αγία περίοδος του
Τριωδίου είναι κατ' εξοχήν σταυρική
πορεία και νοητή σταύρωση των παθών
μας.
Γι'
αυτό η αγία μας Εκκλησία αφιέρωσε την
Κυριακή αυτή στην προσκύνηση του Τιμίου
Σταυρού. Οι πιστοί αντλώντας χάρη από
αυτόν, δυναμωμένοι πια και ανανεωμένοι,
αντιπαρερχόμαστε τα εμπόδια που στήνει
ο πονηρός και βαδίζουμε την ουρανοδρόμο
ατραπό με οδηγό τη χαρά και τη λαχτάρα
να συναντήσουμε τον αναστάντα Κύριό
μας Ιησού Χριστό την αγία και λαμπροφόρο
η ημέρα της εγέρσεώς Του.
Ἡ µνήµη του ἀναγράφεται
στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα 70. Ἀπὸ µικρὸ
παιδὶ ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ἀφιέρωσε τὴν
ζωή του στὸν ἀσκητικὸ µοναχισµὸ καὶ
λόγω τῆς µεγάλης του ἀρετῆς ὁ Θεὸς
τὸν ἀξίωσε νὰ θαυτουργῇ. Ὁ συγκεκριµένος
Κώδικας γράφει ὅτι µὲ τὴν προσευχή
του νέκρωσε ἕναν δράκοντα, ἐπίσης
ἀνέστησε νεκρὸ ἄνθρωπο, ἔβγαλε πολλὰ
δαιµόνια ἀπὸ δαιµονισµένους καὶ ἀφοῦ
προεῖδε καὶ τὸν θάνατό του, ἀπεβίωσε
εἰρηνικά.
.----------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Edward (Ἄγγλος)
Ο Άγιος Edward (Εδουάρδος)
ήταν υιός του βασιλέως της Αγγλίας
Έντγκαρ.
Ο Άγιος, παρά το γεγονός
του μεγάλου αξιώματός του, διακρινόταν
για την αγνότητα και ευσέβειά του.
Δολοφονήθηκε, μετά τριετία από της
ανόδου του στον θρόνο, από την μητριά
του Ελφρίδα και ενταφιάσθηκε σε τόπο
άγνωστο και σε μεγάλο βάθος. Το λείψανό
του βρέθηκε ακέραιο, όταν επάνω από το
σημείο του τάφου του έλαμπε ουράνιο
φως.
Σήμερα το λείψανο του
Αγίου Edward φυλάσσουν Ορθόδοξοι Ρώσοι
μοναχοί της Διασποράς σε μονή κοντά στο
Λονδίνο.
Ιερά Λείψανα: Η
Κάρα του Οσίου βρίσκεται στη Μονή Αγίας
Λαύρας Καλαβρύτων.
Απότμημα Κάρας του
Οσίου βρίσκεται στη Μονή Γεν. Θεοτόκου
- Πελαγίας Ακραιφνίου Βοιωτίας.
Αποτμήματα του
Ιερού Λειψάνου του Οσίου βρίσκονται
στη Μονή Εσφιγμένου Αγίου Όρους, στη
Μονή Κύκκου Κύπρου και στη Λαύρα Αγίου
Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.
Ακάθιστος ύμνος
επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος
«Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας,
προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από
την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί
κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι
πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι,
υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη
για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα
παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία
της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την
οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ψάλλεται ενταγμένος
στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας
του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους
Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές
της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες
τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη
ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται
από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε
ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από
το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το
αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα),
και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες
της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει
της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα
αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας,
η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική
και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά
επίθετα και πολλά σχήματα λόγου
(αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του
είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του
Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που
γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και
αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν
θριαμβευτικό τόνο.
Κατά το έτος 626 μ.Χ.,
και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί
με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει
κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη
πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους.
Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση
εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν
την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία
με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την
τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος
περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την
εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας
και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη
νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος,
που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση,
δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε
τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι
προξένησαν τεράστιες απώλειες στους
Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι
αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία
και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η
Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως
τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός,
θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του,
την οποία απέδιδε σε συνδρομή της
Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της
Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την
παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον
από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο»,
ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο
στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την
Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια»
και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ
στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη
άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο
ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί
νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι
ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην
αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου.
Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη
«ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το
ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν
μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως
σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ
στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε
τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο,
στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό
ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με
άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος
συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα,
όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της
Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων
Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.),
Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ
Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών
συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν
θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει
αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα,
με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο
να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν
το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας
του Ύμνου.
Σε όλη τη χειρόγραφη
παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος,
ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με
τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν
αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής
του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό
του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις
της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε 9
Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο,
στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από
τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν
συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους
οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας.
Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος
υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού
έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η
Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι
τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς
είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος,
με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε
επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο
«Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία
σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία
σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο
ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα.
Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν
ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται
ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό
του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων,
εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη
βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.),
πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει
ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί
Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την
άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του
626 μ.Χ.
Η παράδοση, όμως,
αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο
βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ.,
Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε 1 Οκτωβρίου).
Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί
ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι
εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη
ποιητική του αρτιότητα και δογματική
του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν
στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου
αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση,
του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον
Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Όμως, η άποψη αυτή
αντικρούεται από πολλούς μελετητές,
που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το
περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά
την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη,
ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον
αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της
Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους
εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου.
Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού.
Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά,
και πάλι για λόγους σχετικούς με την
Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το
ιστορικό του Συναξαριστή, και από το
728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος
Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626
μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος
πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει
τον Τίμιο Σταυρό.
Επιπλέον υπάρχουν
και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο
του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία
εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730
μ.Χ.) (βλέπε 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα
γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της
Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία
της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί
Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η
εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι
μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η
οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον
επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον
αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.
Η άλλη εκδοχή που
υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά
αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού
στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της
ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα
Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας
μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο
που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης
οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου
του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του
μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς».
Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό
(βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και
αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς
απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.
Άλλες, λιγότερο
πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του
ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό
Φώτιο (βλέπε 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο
τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη
Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον
Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν
από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Βέβαιο, είναι πάντως,
ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου
Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού
(676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα
τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου
(βλέπε 3 Απριλίου).
Γενικό θέμα του
ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου,
ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και
τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει
τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και
σε θεολογική και δογματική ανάλυσή
τους.
Οι πρώτοι δώδεκα
οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό
μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα
από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι
την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση
του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο
Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της
εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι
αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση
των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η
Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ),
η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το
απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα
(Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό
μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις
βαθύτερες θεολογικές και δογματικές
προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου
και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία
των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο
στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου
Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και
των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους
Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που
αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του
χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε
Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής
Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια,
αλλά και στη σημερινή ενορία και
παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά,
υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια
για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία
του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος
ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής
Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την
πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις,
σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής
ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή.
Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και
ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και
οι οίκοι του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος
συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή,
προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς
λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο
της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη
γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του
πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής,
στερείται προεορτίων και μεθεορτίων.
Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να
καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου,
τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών
και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄
εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και
το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την
Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων
των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται
ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και
στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές
της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα
Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε
μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού
και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της
γιορτής.
Ήθλησεν όντως Ρωμανός ρωμαλέως, Pώμην άμαχον εκ Θεού δεδεγμένος.
Βιογραφία Ο νέος οσιομάρτυρας Ρωμανός, καταγόταν από την περιοχή του Καρπενησίου και κατά πάσα πιθανότητα από το χωριό Ανδράνοβα, που σήμερα καλείται Ασπρόπυργος. Ανατράφηκε από γονείς φτωχούς και αγράμματους, αλλά ευσεβείς και παρέμεινε και ο ίδιος αγράμματος.
Κάποτε ήλθε σαν προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, στη Μονή του Αγίου Σάββα, όπου άκουσε διηγήσεις για νεομάρτυρες της πίστης και έτσι τον κατέλαβε ο πόθος του μαρτυρίου. Πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ομολόγησε με θάρρος μπροστά στον κριτή τον Ιησού Χριστό, σαν αληθινό Θεό και σωτήρα των ανθρώπων και κατηγόρησε τον Μωάμεθ σαν παραμυθά. Τα βασανιστήρια ήταν φρικτά. Ο αρχηγός του τούρκικου στόλου, ζήτησε να του δοθεί ποινή ισόβιας δουλείας στα κουπιά των πλοίων. Κάποιοι χριστιανοί όμως, τον ελευθέρωσαν αντί χρημάτων και τον έστειλαν στο Άγιο Όρος στα Καυσοκαλύβια.
Στο Άγιο Όρος έμεινε κοντά στον Όσιο Ακάκιο τον Καυσοκαλυβίτη, όπου με προσευχή και νηστεία προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Με την ευλογία λοιπόν του πνευματικού του, μοναχός πλέον τώρα, ξεκίνησε για τους Αγίους Τόπους να μαρτυρήσει. Αλλά για να μη συμβεί κάτι κακό στον Πανάγιο Τάφο, τελικά πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί προκάλεσε τους Τούρκους, και τον έριξαν μέσα σ’ ένα ξεροπήγαδο, νηστικό για 40 μέρες. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 5 ή 6 Ιανουαρίου (κατά άλλους στις 16 Φεβρουαρίου) του 1694 μ.Χ.
Το Ιερό λείψανο του αγοράστηκε αντί 500 γροσιών από έναν Άγγλο πλοίαρχο και μεταφέρθηκε στην Αγγλία. Αξίζει τέλος να αναφέρουμε ότι το μαντήλι με το αίμα του Αγίου, βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου. Ακολουθία του Αγίου βρίσκεται στον Κωδ. 61 σελ. 265 της Καλύβης Ιωασαφαίων στα Καυσοκαλύβια και εκδόθηκε στο Βόλο το 1937 μ.Χ.
Η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του Αγίου και στις 5 Ιανουαρίου.