1. Ὁπότε καὶ ὁ Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, ἔτσι λέγει περὶ τῶν Δαιμόνων. «Ὄντας κάποτε καὶ αὐτοὶ νοερὰ ὄντα, ἀφοῦ ἐξέπεσαν τῆς ἀϋλίας καὶ τῆς λεπτότητος ἐκείνης, κάθε ἕνας ἀπόκτησε κάποιο ὑλικὸ πάχος, ἔχοντας σῶμα ἀνάλογο μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἐνέργεια τὴν ὁποία ἔχει κάνει ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν» (Κεφ. ρκγ´ Φιλοκαλ.). Καὶ συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν, ἔγιναν κάπως ὑλικοί» (οἱ δαίμονες δηλαδή).
2. Βλέπε στὸ ξδ´ κεφάλαιο Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.
3. Ὁπότε καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἂν καὶ εἶχε τὴν φυσικὴ τῶν ὄντων φιλοσοφία καὶ γνῶσι (σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία βλέπε στὸ νβ´ κέφ.), δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸν παθητικὸ αὐτὸν καὶ σύμφωνο νοῦ, δηλαδὴ τὴν φαντασία τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ τὸν ἐνεργείᾳ καὶ ἀπαθῆ, αὐτὸν ποὺ ἐπιβάλλεται ἀμέσως στοὺς ἀσώματους λόγους τῶν ὑπάρξεων, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τῶν θεολόγων. Ὁπότε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος, Γεώργιος ὁ Κορέσσιος, σὲ μία ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπορίες καὶ λύσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶπε τὰ ἑξῆς· «Ἦταν ἄξιος μισθοῦ ὁ Κύριος... ἐξ αἰτίας τῆς αὐξανομένης ἐπιστήμης (δηλαδὴ τῆς δυσικῆς γνώσεως τῶν ὄντων) ποὺ ὑπάρχει ἀμέσως στὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἐμποδίζοταν ἀπὸ τίποτε (ἢ ἀπὸ τὸν ὕπνο), δηλαδὴ ἀπὸ τὶς φαντασίες τοῦ ὕπνου ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων διότι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαρτόταν ἀπὸ τὶς φαντασίες, πρᾶγμα ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὴν μετάδοσι τῶν νοητῶν στοὺς ἄϋλους λόγους)». Σὲ ἀπόδειξι αὐτοῦ οὔτε λίγο συντείνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ἐρμην. τοῦ δ´ τοῦ κατὰ Λουκ.) ὅτι ὁ Κύριος δὲν φανταζόταν τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου ποὺ τοῦ φανέρωνε ὁ ἐχθρός.
4. Βλ. στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.
5. Βλέπε πιὸ μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κεφάλαιο.
6. Γιατὶ ἂν καὶ τύχη καὶ συναρπασθῆ κανεὶς ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δῇ μὲ ἐμπάθεια κανένα ὄμορφο πρόσωπο, πολεμήσῃ ὅμως καὶ δὲν τυπώσῃ στὴν φαντασία του τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου ἐκείνου, βυθίζοντας τὸν νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του, γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἡδονικὸ συνδυασμὸ τῶν λογισμῶν, γλυτώνει ἀπό τὴν πάλη, γλυτώνει ἀπό τὴν συγκατάθεσι καὶ τελευταῖα γλυτώνει καὶ δὲν πέφτει στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε τὰ ἑξῆς: «Μὲ συνήρπασε ὁ ὄφις, ἀλλὰ δὲν μὲ συνέλαβε. Δὲν ἔστησᾳ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πεῖρα εἶναι εἴδωλο, ἀποφύγαμε τὴν διάπραξι. Αὐτὰ εἶναι τὰ στάδια τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ». Ἐὰν ὅμως ἀφήσῃ κάποιος νὰ τυπωθῆ στὴν φαντασία του ἡ εἰκόνα καὶ ἐνθύμησις τοῦ προσώπου ἐκείνου, εὔκολα μπορεῖ νὰ πέσῃ στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἕως καὶ στὴν διάπραξι αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας· ὥστε τὸ κάθετι στὴ φαντασία μένει.
7. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δὲν σκορπίζεται στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, οὔτε ἁπλώνεται στὸ κόσμο ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γυρίζει στὸν ἑαυτό του καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ τῶν αἰσθητηρίων εἰς τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι μὲν πρὸς ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ, πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει» (ἐπιστολ. α´).
8. Γιατὶ τρεῖς εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο· α´) μὲν ἡ κυκλική, ἡ ὁποία γίνεται ὅταν ἡ ψυχὴ γυρίζῃ ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ ἔξω πράγματα, πρῶτα μαζεύεται στὸν ἑαυτό της, ἔπειτα ἑνώνεται μὲ τὶς ἑνιαῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὸν χωρὶς ἀρχή καὶ τέλος ἀγαθό, δηλαδὴ τὸν Θεό, β´) ἡ ἑλικοειδής, ἡ ὁποία γίνεται, ὅταν ἡ ψυχὴ κινῆται καὶ παίρνῃ τὶς θεῖες γνώσεις, ὄχι τελείως νοερὰ καὶ ἑνιαῖα καὶ ἀμετάβατα, ἀλλὰ μεταβατικὰ καὶ μὲ σκέψι, ἀπὸ ἕνα νόημα σὲ ἄλλο φερομένη, μὲ ἐνέργειες, μὲ κάποιο τρόπο ἀνακατεμένη ἀπὸ τὴν κυκλικὴ κίνηση καὶ ἀπὸ τὴν εὐθεία, γ´) εὐθεία κίνησις εἶναι, ὅταν ἡ ψυχὴ βγαίνῃ στὴ θεωρία τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὴν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ ἀπὸ τὰ ἀπὸ ἔξω καὶ αἰσθητά, ὡσὰν ἀπὸ κάποιες εἰκόνες διάφορες καὶ πολλές, ἀναβαίνει στὶς ἁπλὲς καὶ ἑνιαῖες θεωρίες. (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. δ´). Λέγεται κυκλικὴ ἡ ἀνωτέρα καὶ πρώτη κυρία κίνησις τῆς ψυχῆς, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, ὅταν οἱ δυὸ ἄκρες μιᾶς βέργας ἑνωθοῦν, γίνεται στεφάνι καὶ κύκλος, ἔτσι καὶ ὅταν ἡ νοερὰ καὶ γνωστικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐξαίρετα στὸν ἐγκέφαλο, ὡς σωματικὸ ὄργανο, ἑνωθῆ μὲ τὴν νοερὴ οὐσία τῆς ψυχῆς ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐκεῖ καθαρώτατο ζωτικὸ πνεῦμα, ὅπως σὲ ἕνα σωματικὸ ὄργανο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες (Φιλοκαλία)· ἀπὸ τὴν ἕνωσι καὶ ἐπιστροφὴ τῶν δυὸ αὐτῶν, κάποιος κύκλος γίνεται καὶ μὲ τὸν κύκλο αὐτὸν ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν θεία χάρι, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ μέσο της καρδιᾶς.
9. Γιὰ νὰ ἀναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ τὸ μέσον τοῦ γυαλιοῦ, ποὺ ἀνάβει τὴν ἴσκα, τόσο ἀσθενέστερες, ἀραιότερες καὶ σκοτεινότερες γίνονται, καὶ ὅσο συμμαζεύονται στὸ κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες καὶ λαμπρότερες γίνονται, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ νοῦς καὶ οἱ γνωστικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅσο μαζεύονται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, τόσο δυνατώτερες καὶ λαμπρότερες γίνονται.
10. Ἂν μὲ αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα καὶ τὶς μελέτες ζωγράφιζες, ἀδελφέ, τὸν χάρτη τῆς φαντασίας σου, ὄχι μόνο θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπαινεθῇς μὲ παρρησία σὲ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως· γιατὶ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος στὸν λόγο περὶ Παρθενίας, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὸ σῶμα του, παρομοιάζεται μὲ ἕνα ζωγράφο, ποὺ ζωγραφίζει κάποια εἰκόνα μέσα σὲ ἀπόκρυφο τόπο. Καθὼς λοιπὸν ὁ ζωγράφος ἐκεῖνος, ὅταν βγάλη ἔξω στὸ θέατρο τὴν εἰκόνα του, ἐπαινεῖται μὲν ἀπὸ τοὺς θεατές, ἂν ζωγράφησε ἀπάνω σὲ αὐτὴ χαρακτῆρες ἁγίων καὶ ἄλλα ὡραῖα καὶ ἀξιοθέατα πράγματα, κατηγορεῖται ὅμως, ἂν ζωγράφησε σὲ αὐτὴ συχαμερά, ἄσεμνα καὶ ἀξιομίσητα πράγματα, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν μετὰ τὸ θάνατον βρεθῆ στὴν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπαινεθῇ καὶ θὰ μακαρισθῆ ἀπὸ Θεὸ καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους, ἂν στόλισε τὸν νοῦ του καὶ τὴν φαντασία του μὲ λαμπρά, θεῖα καὶ πνευματικὰ νοήματα. Καὶ πάλι, θὰ ντραπῆ καὶ θὰ κατακριθῆ, ἂν γέμισε τὴν φαντασία του μὲ πάθη, μὲ ἄσεμνα καὶ αἰσχρὰ εἴδωλα καὶ εἰκόνες. Καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει πῶς ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ μὲ τὴν φαντασία ἢ νοητὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει ζωὴ αἰώνια ἢ νοητὸ καὶ σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).
11. Καὶ ὅτι μὲν τὰ πάθη καὶ οἱ λογισμοὶ βρίσκονται κρυμμένα στὴ καρδιὰ καὶ ἀπὸ κεῖ βγαίνουν καὶ μᾶς πολεμοῦν, τὸ μαρτυρεῖ ὁ Κύριος, λέγοντας· «Ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ὅτι ὅμως καὶ οἱ ἐχθροὶ δαίμονες τριγύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ κρύβονται καὶ βρίσκονται (κατ᾿ ἐνέργεια ὅμως καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Κυριακ. Δ´ Νηστειῶν)· καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος, λέγοντας ὅτι πρὸ μὲν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ θεία χάρις παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο στὰ καλὰ ἀπὸ μέσα, ὁ δὲ σατανᾶς παραφυλάει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς· ἀφοῦ δὲ ὁ βαπτισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά, ἐνῷ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος´). Πλὴν καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ´), παραχωροῦνται νὰ βρίσκωνται στὰ βάθη τοῦ σώματος (καὶ μπορεῖ νὰ πῇ κάποιος στὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιὰ δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἀπὸ κεῖ ἐρεθίζουν τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δὲν ἀγαποῦν νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοὶ βρίσκονται μέσα τους, γιὰ νὰ μὴν διώχνουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοὺς πολεμοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο λέγεται μέσα στὴ καρδιά, ὅπως προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, πὼς τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἀφ᾿ οὗ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτὰ ἄλλα πνεύματα καὶ εἰσέρχονται καὶ κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αὐτό, λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετὰ τὸ Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ Θεοῦ νὰ μπαίνουν οἱ δαίμονες στὸν βαπτισθέντα, γιὰ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ θὰ κάνῃ μετὰ τὸ Βάπτισμα (Λόγ. εἰς τὰ Φῶτα· βλ. καὶ τὸ κ´ κεφάλ. τοῦ β´ μέρους).
12. Βλέπε ὅτι σοῦ ἔφερα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φαντασία ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὅρασι. Γιατὶ γνώριζε, πὼς ἄλλη αἴσθησι δὲν μᾶς πολεμάει τόσο, ὅσο ἡ ὅρασι. Καὶ καθὼς αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλικώτερη, ἡ λεπτότερη, ἡ καθαρώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἡ συγγενὴς μὲ τὸ νοῦ κατὰ τὴν λαμπρότητα καὶ τὸ ἀσώματο, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἔτσι καὶ οἱ φαντασίες ποὺ γίνονται ἀπὸ αὐτή, πολὺ δύσκολα σβύνουν. Κατὰ δεύτερο τρόπο μᾶς πολεμοῦν οἱ φαντασίες ἐκείνων τῶν αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν λόγων, ποὺ ἀκούσαμε· καὶ αὐτὸ γνώριζε, ὅτι καθώς, ὅταν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, τὰ μάτια δὲν εὐχαριστοῦνται, ἂν δὲν βλέπουν καὶ αὐτὰ ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνονται οἱ λοιπὲς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ φαντασία, δὲν εὐχαριστεῖται, ἂν ἴσως δὲν κάνῃ ὁρατά, ὅλα ὅσα ἀκούγονται καὶ γεύονται καὶ μυρίζονται καὶ πιάνονται κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).
Αόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/Aoratos-Polemos/Pos-diorthonoyme-phantasia-enthymisi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια