Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος- ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Παράθεση:
Το αδιάφθορο Σκήνωμα της
Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκε από την Συρία όπου
μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε σε Ναό προς τιμήν της στην
περιοχή του Ιερού Παλατίου, απ’ όπου αφαιρέθηκε κατά την Φραγκοκρατία και
μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το 1252 μ.Χ. το Λείψανο κατατέθηκε στη Μονή του Αγίου
Μάρκου στο Τορσέλλο και το 1340 μ.Χ. μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Ματθαίου στο
Μουράνο. Το 1435 μ.Χ. ο Πάπας Ευγένιος Δ’ διέταξε την μεταφορά του στο Ναό του
Αγίου Αντωνίου, επίσης στο Τορσέλλο. Το 1793 μ.Χ. μεταφέρθηκε στη Μονή της
Μάρτυρος Ιουστίνης Βενετίας και το 1810 μ.Χ. στο Ναό του Αγίου Φραγκίσκου της
Αμπέλου, όπου και σήμερα φυλάσσεται, κατατεθειμένο σε κρυστάλλινη λάρνακα.
Ἡ Ἁγία
Χριστίνα γεννήθηκε στὴν πόλη Τύρο τοῦ Λιβάνου καὶ ἦταν κόρη τοῦ στρατηγοῦ Οὐρβανοῦ, (200
µ.Χ.).
Ὁ πατέρας καὶ ἡ µητέρα της
ἦταν εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ τὴν Χριστίνα ἔφερε στὸ χριστιανισµὸ µία
εὐσεβὴς γυναῖκα.
Ὅταν ἔµαθε αὐτὸ ὁ
πατέρας της, ἐξοργισµένος τὴν ἔκλεισε σὲ
κάποιο ἐξοχικὸ πύργο καὶ µὲ κάθε τρόπο προσπαθοῦσε νὰ
τὴν µεταπείσει στὴν εἰδωλολατρία.
Ὅµως ὅλες οἱ
προσπάθειές του προσέκρουσαν πάνω στὸ ἀσάλευτο τεῖχος τῆς πίστεως τῆς Χριστίνας
καὶ ἔπεφταν στὸ κενό.
Τότε ἀπελπισµένος τὴν φυλάκισε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ ὁ ἴδιος πέθανε.
Ἔπειτα τὴν
ἀνέλαβε ὁ ἔπαρχος Δίων, ποὺ ἀφοῦ καὶ αὐτὸς δὲν
κατόρθωσε νὰ δαµάσει τὴν πίστη τῆς Χριστίνας, τὴν βασάνισε σκληρὰ καὶ
ἔσχισε τὶς σάρκες της µὲ µαχαίρια καὶ
τροχούς.
Τὸ Δίωνα διαδέχθηκε ὁ ἔπαρχος Ἰουλιανός, ποὺ καὶ
αὐτὸς τὴν βασάνισε χειρότερα.
Τὴν ἔριξε µέσα σὲ φαρµακερὰ καὶ θανατηφόρα θηρία, καὶ κατόπιν µέσα στὴ φωτιά.
Ἀλλὰ ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ ἡ
Χριστίνα ἔµεινε ἄθικτη καὶ µᾶς θυµίζει τὸ
λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οἱ διὰ
πίστεως ... ἔφραξαν στόµατα λεόντων, ἔσβεσαν δύναµιν πυρός, ἔφυγον στόµατα µαχαίρας».
Αὐτοί, δηλαδὴ οἱ
Ἅγιοι, ἐπειδὴ εἶχαν µεγάλη πίστη, ἔφραξαν στόµατα λιονταριῶν, ἔσβησαν τὴν
δύναµη τῆς
φωτιᾶς, διέφυγαν τὰ
θανατηφόρα λεπίδια τῶν µαχαιριῶν.
Βλέποντας αὐτὸ
τὸ θαῦµα οἱ θεατές, χιλιάδες πίστεψαν στὸ Χριστό. Τελικὰ ἡ Χριστίνα πῆρε τὸ
στεφάνι τοῦ µαρτυρίου, ἀφοῦ τὴν φόνευσαν κτυπώντας την µὲ λόγχες στὴν καρδιὰ καὶ
τὰ πλευρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια