ΑΛΙΚΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΛΛΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΘΕΜΑΤΑ

04 Ιουνίου 2017

Ἁγιολόγιον 4ης Ἰουνίου 2017 - Η ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

  •  Κυριακή της Πεντηκοστής
 
Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλω ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ' ἁλιεῦσι.
Βιογραφία
«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ' αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.
Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.
Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.
Πηγή: http://www.saint.gr/598/saint.aspx

==================================================================
  •  Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
  • Ἡ Ὁσία Σοφία, ποὺ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ὅσια
  • Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία οἱ ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου
  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ὁσιομάρτυρας, ἡγούμενος Μονῆς Μοναγρίας
  • Ὁ Ὅσιος Ἀλώνιος
  • Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Πρώιος, Λόγιος, Ἐθνομάρτυρας (†1824)

Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως (313-327 μ.Χ.). Ἦταν γιὸς τοῦ Δομετίου καὶ ἀνεψιὸς τοῦ αὐτοκράτορα Πρόβου. Ὅταν τὸ Μάϊο τοῦ 325 ἔγινε ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Νίκαια, ὁ Μητροφάνης δὲν μπόρεσε νὰ παραστεῖ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ ἦταν ἀρκετὰ γέροντας καὶ ἄῤῥωστος. Ἔστειλε, ὅμως, ἀντιπρόσωπό του τὸν πρωτοπρεσβύτερο Ἀλέξανδρο, ἄνδρα πρόθυμο καὶ θεοσεβή. Στὰ χρόνια, ἐπίσης, ποὺ ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Μητροφάνης, θεμελιώθηκαν πολλὰ μεγάλα οἰκοδομικὰ ἔργα τῆς Βασιλεύουσας. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ οἱ περίφημοι ναοὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας, τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καὶ τῆς Ἁγίας Δυνάμεως. Ὁ Μητροφάνης πέθανε τὸ 327 μ.Χ. καὶ ἄφησε διάδοχο τὸν ἄξιο πρωτοπρεσβύτερό του Ἀλέξανδρο. Διότι πίστευε ὅτι τὸ σωτηριῶδες ἔργο τῆς Ἐκκλησίας προάγεται ἀκόμα περισσότερο μὲ τὴν σωστὴ ἐπισκοπικὴ διαδοχή, ἀνταποκρινόμενος ἔτσι στὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ ἀναφέρει ὅτι: «δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι». Δηλαδή, τὸ καλὸ καὶ ὑψηλὸ ἔργο τῆς ἐπιστασίας τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀνατίθεται σὲ καλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μπορεῖ νὰ πεῖ τίποτα σὲ βάρος του.

Ἡ Ὁσία Σοφία, ποὺ ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ὅσια
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἶνο τῆς Θρᾴκης καὶ ἦταν θυγατέρα ἐπισήμων καὶ πλουσίων γονέων. Παντρεύτηκε καὶ ἔγινε μητέρα ἕξι παιδιῶν, ποὺ εἶχε τὸ θλιβερὸ ἀτύχημα νὰ τὰ χάσει ὅλα. Βρῆκε λοιπὸν παρηγοριὰ στὴ θλίψη της, προστατεύοντας ὀρφανὰ καὶ χῆρες. Ἔκανε συνεχεῖς ἐλεημοσύνες, προσευχές, νηστεῖες καὶ κάθε τί ποὺ ἀνακούφιζε τὸν πλησίον. Στὰ τέλη τῆς ζωῆς της ἐκάρη Μοναχὴ καὶ ἀφιέρωσε τὴν ζωή της στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, σὲ ἡλικία 53 ἐτῶν.

Οἱ Ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία οἱ ἀδελφές του Λαζάρου
Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό τους Λάζαρο, ἦταν γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ πιὸ ἀγαπητὴ καὶ ἁγία οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴν Μαρία νὰ ἀποῤῥοφᾶται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῷ ἡ Μάρθα, ποὺ ἦταν μεγαλύτερη ἀδελφή, φροντίζει πολὺ γιὰ τὸ τραπέζι τῆς φιλοξενίας. Γι᾿ αὐτὸ ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Διδασκάλου τὸ πασίγνωστο καὶ διδακτικότατο «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ. ι´ 38-42). Ἡ Μαρία ἐπίσης ἄλειψε καὶ μὲ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ σπόγγισε ὕστερα με τὴν παρθενική της κόμη. Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, εὐσεβῆ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀξιώθηκαν νὰ πεθάνουν εἰρηνικὰ καὶ ὄχι ἐν διωγμῷ. Διότι ὁ Κύριος δὲν θέλησε ν᾿ ἀφήσει νὰ πονέσουν οἱ καρδιές, τῶν ὁποίων κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ τους, εἶχε ἀπολαύσει τόση ἁγία γαλήνη τὶς παραμονὲς τῶν παθῶν Του.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ὁσιομάρτυρας ἡγούμενος Μονῆς Μοναγρίας
Κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, ἦταν ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μοναγρίας καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν μέσα σὲ σάκο τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλώνιος
Φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διάσημους στὴν ἀρετὴ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου. Ἀποφθέγματά του ὑπάρχουν στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ὁ Πρώιος, Λόγιος, Ἐθνομάρτυρας (†1824)
Πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο μ᾿ αὐτὸ τῆς 3ης Ἰουνίου. Δηλαδὴ τὸν Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως. Προφανῶς ἀπὸ σύγχυση, ὁρισμένα Ἁγιολόγια τοποθετοῦν τὴ μνήμη του σὰν ξεχωριστὸ πρόσωπο, ἀπ᾿ αὐτὸ τοῦ προηγουμένου Ἁγίου, αὐτὴν τὴν μέρα.
Πνευματικά δικαιώματα κειμένου: (c) 2005 - Πέτρος Κυλαδίτης

02 Ιουνίου 2017

Χρυσά Κόλλυβα


Καλημέρα! Να μην ξεχάσω τα "Χρυσά κόλλυβα" και να πάω στο ναό το δισκάκι μου για τα κεκοιμηθέντα αγαπημένα πρόσωπα αλλά και για τους κεκοιμηθέντες εχθρούς μου.
ΑΜΗΝ

ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ - Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου


Πατήστε στην γωνία του κειμένου επάνω δεξιά για πλήρη ανάγνωση  

Πηγή: Ιερά Μονή Παρακλήτου - Ωροπός Αττικής

01 Ιουνίου 2017

ΑΓΙΑΣΜΟΣ - Τι πρέπει να γνωρίζουμε

Αυτό συνιστούσε ο Άγιος Λουκάς ο ιατρός στους ορθοδόξους Πιστούς.
 
Κάθε πρώτη του μηνός να ραντιζόμαστε από τον ιερέα στο Ναό και σε ένα μπουκαλάκι (γυάλινο και όχι πλαστικό) να μεταφέρουμε τον Αγιασμό στην οικία μας ώστε με αυτόν να ΄ραντίζουμε τους χώρους που κατοικούμε αλλά και το σώμα μας σε περίπτωση ασθενείας η βασκανίας.
Επίσης κάθε πρωί πριν ξεκινήσουμε την ημέρα μας ας πίνουμε αγιασμό πριν φάμε το πρωϊνό μας για να έχουμε ευλογημένη μέρα.
Να μην ξεχνάμε ότι ο αγιασμός δεν αλλοιώνεται ποτέ, όσα χρόνια και να περάσουν (γι' αυτό πρέπει να τον φυλάμε σε γυάλινο μπουκάλι, επειδή το πλαστικό μπουκάλι αλλοιώνεται και μυρίζει το πλαστικό του).
Τον αγιασμό τον πίνουμε πάντοτε νηστικοί.
Αγιασμό μπορούμε να κάνουμε και στο σπίτι μας. Τον Αγιασμό τον τελεί πάντα Ορθόδοξος ιερέας (και συνήθως στο καλό δωμάτιο όπως το σαλόνι), με την κατάλληλη προετοιμασία αντικειμένων όπως:
Μία λευκή κατά προτίμηση πετσέτα λινή στρωμένη στο τραπέζι που θα τελεστή ο Αγιασμός 
1 Γυάλινο (κατά προτίμηση) μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους μπολ ή μία μικρή λεκάνη
1 Ματσάκι από βασιλικό (το πιο κατάλληλο) ή 1 ματσάκι από άλλο πράσινο φυτό.
Μία εικόνα από το εικονοστάσι μας.
1 Λιβανιστήρι με καρβουνάκι και λιβάνι. (Το καρβουνάκι το ανάβουμε εκτός δωματίου, στον κήπο ή στο μπαλκόνι γιατί άσχημα μυρίζει και όταν σταματήσει να σπινθηρίζει το βάζουμε στο δωμάτιο).
1 Καντηλάκι και καλό ελαιόλαδο για την καύση του φυτιλιού.
1 ή δύο κηροπήγια με κεράκια (εάν έχουμε)
 Τα ονόματα της οικογενείας μας σε ένα χαρτί (Υπέρ υγείας)
Εάν φάγαμε μπορούμε να ραντίσουμε την κεφαλή μας.
Εάν ο αγιασμός μέσα στο μπουκαλάκι που έχουμε ελαττωθεί μπορούμε να του προσθέσουμε νερό και αμέσως έχουμε πάλι αρκετό αγιασμό στο σπίτι μας.
Προσωπικά επέλεξα να έχω τον αγιασμό της ημέρας σε γυάλινο μπουκαλάκι με πώμα από σπρέι ώστε να είναι ασφαλέστερη η ροή του αγιάσματος κατά το ράντισμα και να μην μου πέφτει κάτω.
Όταν δω ότι έχει μειωθεί αρκετά το συμπληρώνω από την βρύση.
 
 

31 Μαΐου 2017

Παρατηρήσεις και Επικρίσεις προς τον πλησίον μας


Κύριε Ελέησον ...

Σε στέλνει ο Γέροντάς σου σε κάποιους επισκέπτες και σού ξεφεύγει μια κουβέντα. Αργότερα σού λέγει ένας αδελφός σου:

-«Πως σού ξέφυγε αυτή η κουβέντα; Αλλά τέτοιος είσαι πάντα».

Καλύτερα να φας την γλώσσα σου, παρά να του μιλήσεις έτσι.

Ουδέποτε προσβάλλομε ή λυπούμε άνθρωπο, ουδέποτε τον κάνομε να νοιώση στερημένος, ελαττωμένος, να νοιώση κατωτερότητα, διότι του σκοτώνομε την ψυχή.

Αυτός ο άνθρωπος θα τραυματισθή και δεν θα μπορή να επιτύχη στην ζωή του.

Αναθέτεις σε κάποιον να ψάλη, και εκείνος κάνει λάθος τον ήχο, και τότε του λες: «Πάλι πήρες στραβά το τροπάριο».

Κάθε φορά που θα πηγαίνη να ψάλη, θα το θυμάται και θα λέη: Πρέπει να προσέξω μην το πάρω στραβά. Καί θα το παίρνη πάλι στραβά. Ποιός θα φταίη; Αυτός που του έκανε την παρατήρηση.

Ποτέ δεν τονίζουμε σε κάποιον την αδυναμία του, το πρόβλημά του. Ποτέ δεν του υπενθυμίζουμε την κακία του, την αμαρτία του. Μόνον τον έπαινο χρησιμοποιούμε, αλλά τον ευγενή έπαινο, όχι τον αφελή.

Διότι ο άνθρωπος ουδέποτε διορθώνεται με ονειδισμό, όπως και με παρατήρηση.Πρέπει να είναι πολύ άγιος, για να δεχθή να διορθωθή με τον ονειδισμό, την υπόδειξη ή την παρατήρησή σου. Αλλά, εάν ήταν τόσο άγιος, δεν θα είχε αυτό το ελάττωμα, για το οποίο χρειάσθηκε να του κάνης παρατήρηση εσύ.

Αφού λοιπόν το έχει, το μόνο που χρειάζεται, είναι ο άκρος σεβασμός σου, για να μπορέση κάποτε να ταπεινωθή και να διορθωθή, βλέποντας την δική σου ειρήνη, πραότητα, ταπείνωσι, αγάπη, μακροθυμία, χρηστότητα, επιείκεια, γλυκύτητα… Μόνον όποιος έχει αυτές τις αρετές μπορεί να διορθώση κάποιον άλλον….
Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου «Νηπτική ζωή και ασκητικοί κανόνες», ερμηνεία κανόνων Μ.Αντωνίου,
https://proskynitis.blogspot.gr/2015/07/blog-post_93.html

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Ήταν γιος φτωχού ιερέα και γεννήθηκε στη Σκιάθο, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα· έπειτα φοίτησε, με διακοπές, σε γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και της Αθήνας. Τελείωσε τη Μέση Εκπαίδευση το 1874, σε ηλικία 23 ετών, και την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Παράλληλα μελετούσε μόνος του ξένες γλώσσες. Οι οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του και να στραφεί στο βιοπορισμό· εργάστηκε κυρίως ως μεταφραστής (από τα αγγλικά και γαλλικά) σε εφημερίδες. Έζησε με πολλές στερήσεις και πέθανε στη Σκιάθο. Ήταν άνθρωπος βαθύτατα θρησκευόμενος, ταπεινός και μοναχικός.
Περισσότερα στην Πηγή:  http://www.papadiamantis.org/cv6/46-self-cv
==================================================
 
ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ
 
Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.
 
Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη.
 
Καίτοι αγράμματη, η γραία μ’ εδίδαξεν ότι εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν.
 
Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησίν.
 
Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται.
 
Πηγή: http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=1647

Με τις δοκιμασίες γινόμεθα δόκιμοι


Εξηγώντας μας πόσο αναγκαίες είναι οι θλίψεις για τον αθλητή του Χριστού ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει:
«Οι δοκιμασίες είναι ωφέλιμες σε όλους ανεξαιρέτως. Αν ήσαν ωφέλιμες σε ένα Παύλο, ας σιωπήση από μόνο του το κάθε στόμα, που λέει, πως δεν ωφελούν! Γιατί διαφορετικά, θα το κάνη να σιωπήση ο ίδιος ο Θεός! Γιατί, όποιος ειπή πως οι δοκιμασίες δεν είναι ωφέλιμες, αυτόματα γίνεται υπόδικος ενώπιον του Θεού[92].
Οι αγωνιστές δοκιμάζονται, για να αυξήσουν τον πνευματικό τους πλούτο.
Οι χλιαροί, για να αναγκαστούν να προφυλάξουν τον εαυτό τους από εκείνα που τους βλάπτουν.
Οι κοιμισμένοι, για να ξυπνήσουν.
Οι απομακρυσμένοι, για να ξαναπλησιάσουν τον Θεό.
Και οι φίλοι του Θεού, για να μπορέσουν να μπουν με παρρησία στον Παράδεισο, αφού θα έχουν τόσα υπομείνει για τον Θεό.
Ο αδιαπαιδαγώγητος υιός δεν μπορεί να εκτιμήση τον πλούτο του σπιτιού του πατέρα του• ότι είναι γι’ αυτόν μια βοήθεια στην ζωή του. Και γι’ αυτό ο Θεός πρώτα δοκιμάζει τον άνθρωπο και τον ξελαμπικάρει, και μετά του δίνει χαρίσματα.
Ας έχη δόξα ο Κύριός μας, που την γλυκύτητα της υγείας μας την χαρίζει ποτίζοντάς μας με φάρμακα πικρά (δηλ. φαρμάκια).
Υπάρχει άνθρωπος, που δεν κουράζεται την ώρα που κάνει γυμναστική;
Υπάρχει άνθρωπος, που να μη του είναι κακή η ώρα, που πίνει το δηλητήριο κάποιας δοκιμασίας;
Όμως, αν δεν προηγηθούν αυτά, μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήση γερή κράση;
Αλλά και η δύναμη να υπομένωμε, δεν είναι δική μας. Που θα την εύρισκε το χωματένιο σκεύος, που είναι φτιαγμένο με λάσπη, την δύναμη να αντέξη στην ροή του νερού, χωρίς να διαλυθή, αν δεν το είχε ψήσει και δεν το είχε κάνει στερεό το πυρ το θεϊκό;
Ιδού το συμπέρασμα: Αν δείξωμε στον Θεό υποταγή• αν αντιμετωπίζωμε τις δοκιμασίες μας με υπομονή και καρτερία • αν Τον παρακαλούμε με ταπείνωση και αδιάλειπτη την επιθυμία να μας δώση πρώτα την βασιλεία Του, τότε θα αξιωθούμε να τα λάβωμε όλα, όσα Του ζητούμε• εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Αμήν»[93]
Βιβλιογραφία
[92] Ρωμ. 3, 16.
[93] Ισαάκ Σύρου, Λόγος ΜΗ’ (έ.α. σελ. 198).
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/THaymata-simeia-Agios-Ignatios-Alexandrovits-Mpriantsianinoph/tis-dokimasies-ginometha-dokimoi

Ποιοί ζητούν θαύματα


Όπως είπαμε, κάποτε έπαυσαν να γίνωνται θαύματα σε όλα τα μέρη.
Ενώ λοιπόν παλαιότερα το κήρυγμα των αγίων αποστόλων και ισαποστόλων, η σπορά του Λόγου, συνωδευόταν κατά κανόνα με θαύματα, τώρα θαύματα εγίνοντο μόνο σε μερικά μέρη και μόνο από ανθρώπους εκλεκτά δοχεία του Πνεύματος.
Με την πάροδο του χρόνου, με την βαθμιαία υποβάθμιση του χριστιανισμού και της ηθικής ζωής, οι σημειοφόροι λιγόστεψαν[104].
Και τελικά έπαψαν εντελώς να υπάρχουν.
Εν τω μεταξύ οι άνθρωποι έχοντας χάσει την ευλάβεια και το σεβασμό σε κάθε ιερό, έχοντας χάσει την ταπείνωση, που κάνει τον άνθρωπο να βλέπη ότι δεν είναι άξιος όχι μόνο να κάμη θαύματα, αλλά ακόμη και να ιδή θαύματα, διψούν για θαύματα, όσο ποτέ άλλοτε.
Οι άνθρωποι μεθυσμένοι από φιλαυτία, αυτοπεποίθηση και αγνωσία αισθάνονται μια ακατανίκητη επιπόλαια και παλληκαρακίστικη τάση προς κάθε τι το «θαυματουργικό»! δεν λένε ποτέ ότι είναι αδύνατο να κάνουν οι ίδιοι θαύματα! Ή, το λένε χωρίς καθόλου να σκέπτωνται τι λένε! Η φόρα τους αυτή είναι όσο τίποτε άλλο επικίνδυνη!
Βιβλιογραφία
[104] Ιωάννου Κλίμαξ, Λόγος 26, 52.
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/THaymata-simeia-Agios-Ignatios-Alexandrovits-Mpriantsianinoph/Poioi-zitoyn-thaymata

Μια παράξενη τάση


Η σύγχρονή μας «χριστιανική»κοινωνία έχη μια παράξενη τάση: Να ψάχνη για θαύματα και να κάνη θαύματα! Την τάση αυτή δεν πρέπει να την αφήσωμε να περάση απαρατήρητη. Με κανένα τρόπο. Και για πολλούς λόγους. Και ιδιαίτερα, γιατί την τάση αυτή, την τάση που έχουν πολλοί να θέλουν να κάνουν θαύματα και να ψάχνουν για θαύματα, οι άγιοι πατέρες μας την καταδικάζουν πολύ αυστηρά. Και την καταδικάζουν, επειδή κάτω από το «ευσεβές» κάλυμμα της τάση αυτής κρύβεται η φιλαυτία. Και είναι πολύ φοβερό να μπορή η φιλαυτία να κρύβεται στην ψυχή. Γιατί τότε δεσπόζει σ’ αυτήν ανενόχλητα. Και την διαλύει.
Ο μεγάλος διδάσκαλος των μοναχών άγιος  Ισαάκ ο Σύρος λέγει τα εξής:
Ο Κύριος είναι πάντοτε κοντά μας, έτοιμος να βοηθήση τους εκλεκτούς Του. Μα ποτέ και σε τίποτε δεν δείχνει φανερά την δύναμή Του, αν δεν υπάρχη σοβαρός λόγος. Και αυτό για να μη καταντήσωμε να παρανοήσωμε την βοήθειά Του. Γιατί τότε θα μας βγη σε κακό. Και ενεργεί έτσι από την φροντίδα Του για τους εκλεκτούς Του. Επειδή θέλει να τους δείξη, ότι ούτε στιγμή δεν παύει να φροντίζει γι’ αυτούς, έστω κι αν δεν γίνεται αντιληπτός. Τους αφήνει, λοιπόν, ο,τιδήποτε κι αν τους συμβή, να κάμουν ένα αγώνα• ο καθένας ανάλογα με την δύναμή του• κοπιάζοντας στην προσευχή. Και μόνο, να κάτι είναι τόσο πολύ δύσκολο, ώστε να τους καταβάλη, (όταν δηλαδή φανούν ανίκανοι να το αντιμετωπίσουν μόνοι τους, όταν είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αγώνα τους, επειδή η φύση τους δεν είναι άξια για τέτοιο αγώνισμα), τότε τον αγώνα τον τελειώνει Εκείνος με την μεγάλη Του δύναμη. Τότε τους βοηθεί. Με τον τρόπο που Εκείνος ξέρει. Και στο μέτρο που είναι άξιοι. Τους ενισχύει σε όσο μέτρο απαιτούν οι περιστάσεις, χωρίς εκείνοι να το καταλαβαίνουν. Και τους βοηθεί, μέχρι που να δυναμώσουν οι ίδιοι, και να μπορούν πια να ξεπερνούν τις δοκιμασίες τους μόνοι τους. Τους βοηθεί να λύσουν το δύσλυτο γι’ αυτούς πρόβλημα των δοκιμασιών τους με την γνώση, που τους χαρίζει. Και η γνώση αυτή, και μόνο που την σκέπτονται, τους ξυπνάει σε προσευχή που τους ωφελεί κι από τις δύο πλευρές. Και όταν υπάρχη λόγος, να φανερωθή η εργασία τους και να έλθη η υπόθεση αυτή σε γνώση πολλών, και τότε, ο Θεός αναγκάζεται και το κάνει. Και ο τρόπος, που ακολουθεί, είναι σοφώτατος. Και αντέχει και στην ανάγκη και στην φτώχεια. Γιατί δεν ενεργεί ποτέ ανόητα.
Όποιος, χωρίς τίποτε να τον αναγκάζει, προχωρεί τολμηρά (ή επιθυμώντας τα θαύματα, παρακαλεί τον Θεό να γίνουν «δυνάμεις» δια των χειρών του), είναι φανερό, ότι πειράζεται στον λογισμό του από τον διάβολο, που προσπαθεί να γελοιοποιήση τα πάντα• ότι είναι υπερήφανος και ότι εσωτερικά, κατά βάθος, είναι άρρωστος. Την βοήθεια του Θεού πρέπει να την ζητούμε μόνο σε ώρα δοκιμασίας. Όταν δεν υπάρχει λόγος, είναι επικίνδυνο σε μας να πειράζωμε τον Θεό. Δεν είναι αληθινά άγιος εκείνος που ζητεί την βοήθεια του Κυρίου, εκεί που δεν εξάντλησε ακόμη τις δικές του δυνάμεις. Μη ξεχνάμε ότι πράγματα, που τα κάνει μεν ο Θεός, αλλά όχι γιατί Του αρέσουν, τα βρίσκομε στους πιο πολλούς αγίους. Μα όποιος αυτά τα γυρεύει και τα επιθυμεί ολόψυχα, με όλη του την καρδιά, χωρίς να υπάρχη κάποιος λόγος, ακόμα κι αν τον φυλάη ο Θεός, πέφτει μόνος του• γιατί μόνος του ξεφεύγει από την γνώση της αληθείας. Γιατί, αν ο Θεός τον ακούση σε εκείνο, που από εγωκεντρικό φρόνημα ζητάει, ο πονηρός βρίσκει σ’ αυτόν τόπο και τον κάνει σιγά-σιγά να πέση σε πολύ μεγάλα κακά. Οι αληθινά άγιοι άνθρωποι, όχι μόνο δεν τα επιθυμούν αυτά, αλλά και όταν τους τα δίδη από μόνος Του ο Θεός, στενοχωριούνται και δυσαρεστούνται. Και δεν τα θέλουν αυτά τα χαρίσματα. Όχι μόνο γιατί είναι δυνατό να γίνουν γνωστά στους ανθρώπους. Δεν τα θέλουν• έστω κι αν πρόκειται να μείνουν χωρίς καμμιά δημοσιότητα. Δεν τα θέλουν αυτά καθ’ εαυτά*.
Ένας από τους αγίους πατέρας, από την πολύ του καθαρότητα, έλαβε (πριν ακόμη φθάση σε τελειότητα), το χάρισμα να προγνωρίζη, ποιος επήγαινε να τον επισκεφθή. Και τι νομίζετε έκαμε; Παρακάλεσε τον Θεόν, και έβαλε και άλλους να Τον παρακαλέσουν, να του πάρη πίσω το χάρισμα.
Συμπέρασμα:
Όσοι επήραν χαρίσματα, ο Θεός τους τα έδωσε• ή επειδή είχαν πολλή απλότητα, ή επειδή το απαιτούσε κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, να το ξέρετε ότι εκείνους που φαίνονται πως έχουν χαρίσματα, δεν τους κινεί το θείο νεύμα• πάντως όμως δεν πρέπει και να φαντασθούμε ότι το «χάρισμά» τους είναι εντελώς τυχαίο.
[Σημείωση:
*Στις παραγράφους, που ακολουθούν, ο Επίσκοπος Ιγνάτιος με ρήσεις πατέρων και παραδείγματα αγίων αναπτύσσει την θεόσοφη αυτή παρατήρηση του αγίου Ισαάκ του Σύρου.
Οι πραγματικά άνθρωποι του Θεού, ένα σκέπτονται συνεχώς μέσα τους: ότι δεν είναι άξιοι να είναι δούλοι και όργανα του Θεού. Μόνο από αυτό το φρόνημα, μπορούμε να καταλάβωμε, αν κάποιος είναι πραγματικά άνθρωπος του Θεού[68].
Βιβλιογραφία
[68] Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΛΣΤ’ σελ. 157-158.
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/THaymata-simeia-Agios-Ignatios-Alexandrovits-Mpriantsianinoph/Mia-paraxeni-tasi

30 Μαΐου 2017

Περί πειρασμών καί θλίψεων - Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου


«Του βίου την θάλασσαν, ύψουμένην καθορών, των πειρασμών τω κλύδωνι, τω εύδίω λιμένι σου προσδραμών, βοώ Σοι· άνάγαγε έκ φθοράς τήν ζωήν μου Πολυέλεε».
Ό ύμνογράφος της εκκλησίας, φωτισμένος άπό τό άγιον Πνεύμα, έρχεται νά μας μιλήσει καί νά μας εκφράσει, μέσω αύτού τού είρμού, ότι ό βίος κάθε ανθρώπου είναι μιά θάλασσα, καί αύτη ή θάλασσα πότε έχει γαλήνη, πότε αρχίζει νά έχει λίγη τρικυμία, πότε μεγαλώνει κι αποκτά μποφόρ καί πότε - πότε γίνεται άκρως απειλητική στό νά καταποντιστούν, όχι μόνο βάρκες καί καΐκια αλλά καί υπερωκεάνια.
Κάθε άνθρωπος πού ζει σ' αύτή τή ζωή πλέει στή θάλασσα τού βίου. Κι επομένως, έφ' όσον πλέει στή θάλασσα, είναι πάρα πολύ φυσικό καί έπόμενο νά συναντήσει όλες αυτές τίς άλλοιώσεις πού διαδέχεται ή μιά τήν άλλη σέ όλη τή ζωή του άνθρωπου.
Κάθε καπετάνιος πού ή εργασία του είναι νά κάμνει ταξίδια, νά πλέει τή θάλασσα, προσπαθεί, όσο τό δυνατόν, τό καράβι, τό εργαλείο τού εμπορίου του νά τό κάνει στερεό καί άνάλογο σέ άντοχή με τίς φουρτούνες πού προβλέπει ή πείρα του. Καί όπως τά σημερινά αεροπλάνα, τά κατασκευάζουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε νά αντέχουν σέ κάθε καιρό διά νά είναι, κατά κάποιο τρόπο, άπρόσβλητα στίς άλλοιώσεις πού θά διαδέχονται στή διαδρομή τους καί στήν πορεία τους, έτσι όπως τά καράβια.
Αυτό θέλει νά πει ότι καί εμείς, πού θές είμεθα καπετάνιοι, θές ότι είμεθα καράβια οι ίδιοι, οφείλουμε νά προβλέπουμε αύτές τίς τρικυμίες της ζωής οί όποιες είναι ολοφάνερες καί από προσωπική, έμπειρία καί από ό,τι βλέπουμε στήν ανθρώπινη ζωή, τά πόσα κάθε άνθρωπος περνάει. Οικογενειακά βάρη, στενοχώριες, πειρασμούς, θλίψεις από ασθένειες, από οικονομικά, από τά παιδιά, άπό τόσα καί τόσα τά όποια βέβαια δέν μπορούμε νά τά άριθμήσουμε: Όλα αυτά δημιουργούν τίς διάφορες τρικυμίες, τίς διάφορες άλλοιώσεις καί στή θάλασσα καί στόν άέρα. Καί επομένως οφείλουμε, κατά χρέος, κατά κανόνα καί κατ' ανάγκη, νά βρεθούμε άπέναντι όλων αυτών των άλλοιώσεων, των τρικυμιών, νά βρεθούμε σέ κατάσταση άντοχής, ώστε νά μήν ύποστούμε ναυάγιο, πτώση, καταστροφή.
Γι αυτό άκριβώς, αύτό τό όποίο πρέπει νά κατασκευάσουμε είναι ό εαυτός μας. Νά είμεθα κοντά στό μεγάλο καπετάνιο, ό όποιος είναι ό Χριστός, πού μας δίνει τίς σωστές κατευθύνσεις καί τόν Όποιον πρέπει νά έχουμε στό τιμόνι μας σάν οδηγό, σάν καπετάνιο, σάν πυξίδα. Πρέπει όλ' αύτά νά τά λάβουμε ύπ' όψιν ώστε, διερχόμενοι τή θάλασσα καί πλέοντες στόν άέρα, νά βρεθούμε έτσι άντοχικοί νά τά άντιμετωπίσουμε.
Οί θλίψεις, είναι οί διάφορες τρικυμίες, καί στίς τρικυμίες πρέπει νά βρεθούμε άντοχικοί. Τί θέλει νά πει αύτό; Ότι πρέπει νά προετοιμάζουμε τόν εαυτό μας εκ πείρας καί άπό πρόβλεψη, όπως προβλέπουν καί οί καπεταναίοι άπό τά διάφορα σημεία τό τί μέλλει νά γίνει στή θάλασσα καί παίρνουν τά άνάλογα μέτρα. Έτσι καί εμείς οί ίδιοι θά παίρνουμε τά άνάλογα μέτρα άντιμετωπίσεως στό νά ύπομείνουμε τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς. Μέ τί; Μέ τό πνεύμα της ύπομονής, της καρτερίας, της μακροθυμίας καί μάλιστα μέ τήν παραμονή μας στό Νόμον του Θεού, στό Νόμον τού Ευαγγελίου, στά διατάγματα της Όρθοδόξου Εκκλησίας μας, ώστε νά είμεθα άπρόσβλητοι τόσο άπό τίς κατά κόσμον θλίψεις όσο καί άπό τίς τρικυμίες, οί όποιες δημιουργούνται άπό διάφορες τού Σατανά επιβουλές, πού έχουν σκοπόν νά μας ύποσκελίσουν καί νά μας κάνουν νά ξεφύγουμε άπό τήν Έκκκλησία. Καί έτσι νά διακινδυνέψουμε νά πέσουμε σέ αίρεση καί σ΄ οτιδήποτε άλλο τό όποιο μπορεί νά μας βγάλει άπό τήν έκκλησία, διότι μόνο διά της Εκκλησίας γίνεται ή σωτηρία κάθε χριστιανού.
Γέροντος Έφραίμ Φιλοθεΐτου
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/logos/Peri-peirasmon-thlipseon-Gerontos-Ephraim-PHilotheitoy

Αναμνήσεις από τον Γεροντά μου Ιωσήφ


Όπως ξέρετε, όταν ο Γέροντας ήταν στον κόσμο, δεν είχε καθόλου θρησκευτικότητα, ήταν ένας αγνός νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος και μισούσε πάρα πολύ το άδικο. Προήρχετο από πολύ φτωχή οικογένεια και από νωρίς επιδόθηκε με ζήλο στο εμπόριο, με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του και να πλουτίσει. Με την εξυπνάδα και τις ικανότητές του κατάφερε, ευθύς εξ' αρχής αφ' ότου ήλθε στην Αθήνα, να προκόψει στο εμπόριο και να δημιουργήσει ικανή περιουσία. Πριν τον επισκεφθεί ο Θεός και του δώσει τη μεγάλη μετάνοια, είχε αρραβωνιασθεί, αλλά, καθώς έλεγε ο ίδιος, ζούσε τόσο προσεκτικά, ώστε ποτέ δεν άγγισε τη μνηστή του φοβούμενος μήπως φθάσει στο σημείο να την ασπασθεί.
Κάποια μέρα διάβασε ένα θρησκευτικό βιβλίο και τον σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μια λύπη, μια αθυμία και μια βαριεστημάρα προς τα εγκόσμια. Όταν τον είδαν έτσι άκεφο οι κόρες της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο όποιο έμενε, τον ρώτησαν την αιτία και, για να τον βοηθήσουν, του έδωσαν να διάβασει το «Νέον Εκλόγιον», ένα βιβλίο με μια πολύ καλή επιλογή βίων Αγίων.
Απόρρησε ο Γέροντας όταν το διάβασε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι που αγωνίσθηκαν για το Θεό τόσο σκληρά στη ζωή τους, που έκαμαν με τη βοήθεια Του τόσα και τέτοια τέρατα και σημεία. Τότε του ήρθε η μνήμη του θεού κι από τότε ο Θεός έστειλε τη μετάνοια, έστειλε το φωτισμό του, του άνοιξε το νου κι άρχισε να σκέπτεται για την ψυχή του.
Από τότε άρχισε η νέα πνευματική σταδιοδρομία του. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του στον πνευματικό τις αμαρτίες του με πολλά-πολλά δάκρυα, άρχισε να «κρυώνει» προς το εμπόριο, που το θεωρούσε πλέον εμπόδιο και αμαρτία στην καινούρια του πορεία, το εγκατέλειψε κι άρχισε να εργάζεται πολύ απλά εδώ κι εκεί, για να κερδίζει μόνο το ψωμί του.
Τις μέχρι τότε οικονομίες του άρχισε να τις δίνει ελεημοσύνη, για να συγχωρηθει ο πατέρας του, ενώ παράλληλα πήγαινε σε διάφορα προσκυνήματα, για να τονωθεί η πίστη του και η μετάνοια του.
Πριν αναχώρησει για το Άγιον Όρος, ήθελε να ελέγξει κάπως τις δυνατότητες του για τη μοναχική ζωή και προσπαθούσε να ασκηθεί, όσο μπορούσε, μέσα στον κόσμο. Πήγαινε στην Πεντέλη και θέλοντας να μιμηθεί τους στυλίτες ξενυχτούσε πάνω στα δένδρα, νήστευε πολύ (περνούσε το εικοσιτετράωρο με λίγο ψωμί ή ένα-δυο λουκούμια), ντυνόταν απλά, σκορπούσε τα χρήματά του και με λίγα λόγια άρχισε να μιμείται τους αγίους.
Όταν πια είδε ότι μπορεί να ασκηθεί, να γίνει μοναχός, το αποφάσισε. Αφού αποκατέστησε την αδελφή του δίνοντας της την ανάλογη προίκα και σε ηλικία 24-25 ετών ξεκίνησε για το Άγιον Όρος. Σκοπός του ήταν να μπει στην υπακοή κάποιου ασκητή που να τρώει μόνο χόρτα, να αγρυπνά όλη τη νύχτα και να νήφει. Γι αυτό και κατευθύνθηκε προς την έρημο. Μα τέτοιον ασκητή που γύρευε δεν βρήκε, γιατί, καθώς του είπαν, οι τέτοιου είδους αγωνιστές είχαν εκλείψει. Υπήρχαν κάποιοι ασκητές που έτρωγαν μια φορά την ημέρα, αλλά όχι μόνο χόρτα. Μπήκε στην υπακοή του γέρο-Δανιήλ, του Γέροντα των Δανιηλαίων, ανθρώπου πολύ πνευματικού, έμεινε ένα διάστημα κοντά του, του διάβαζε το Ψαλτήρι κι από την πολλή κατάνυξη έκλαιγε. Είδε ο γερο-Δανιήλ την πνευματικότητά του και τον έστειλε πάλι στη σπηλιά του, για να ασκηθεί μόνος του. Σε λίγο, για να μην πέσει σε πλάνη, πράγμα που κινδυνεύουν να πάθουν όσοι ασκούνται μόνοι τους, του έστειλε τον γέρο-Αρσένιο, έναν απλοϊκό μοναχό που είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ και ποθούσε την ησυχία. Με την υπόδειξη τότε του γέρο-Δανιήλ ο Γέροντας και ο γέρο-Αρσένιος πήγανε και κοινοβιάσανε στο γέρο-Εφραίμ και τον γέρο-Ιωσήφ, οι οποίοι ήταν συγγενείς, Αρβανίτες στην καταγωγή, και μόναζαν μαζί στα Κατουνάκια.
Θα σάς αναφέρω ένα περιστατικό, για να δείτε πόσο ο Γέροντας αγωνίσθηκε πάνω στο πάθος του θυμού, γιατί, όπως ξέρετε, ήταν λίαν θυμώδης. Κάποια μέρα ένας γείτονας μοναχός Κρητικός άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τον γέρο-Εφραίμ άδικα για κάποιο λόγο. Ο Γέροντας, νέος με ζωντανά τα πάθη ακόμα μέσα του, σκέφθηκε να βγει έξω αγανακτισμένος να «τακτοποίησει» τον μοναχό, γιατί άδικα στενοχωρούσε το Γέροντα του. Όμως κρατήθηκε, μπήκε στο ναό του Ευαγγελισμού, έπεσε στο έδαφος κι άρχισε να επικαλείται την Παναγία να τον συγκράτησει από κάποια ενδεχομένως ακραία συμπεριφορά. Κλαίγοντας και οδυρόμενος, βρέχοντας το έδαφος με την πλημμύρα των δακρύων του είδε ότι το πάθος του θυμού υποχώρησε, ηρέμησε, λογικεύθηκε και βγαίνοντας έξω τακτοποίησε το πράγμα με πολλή αγάπη.
Όπως εκ των υστέρων ομολογούσε ο Γέροντας, αν δεν κυριαρχούσε στο θυμό του εκείνη τη μέρα, ίσως και να σκότωνε τον μοναχό γιατί είχε τόση ανδρεία και δύναμη μέσα του, που μπορούσε να τα βάλει με δέκα και να τους νικήσει. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη στο μοναχικό του στάδιο.
Μετά την κοίμηση του γέρο-Εφραίμ και του γέρο-Ιωσήφ οι δύο μοναχοί φλεγόμενοι από τον πόθο για σκληρότερη ασκητική ζωή ανέβηκαν στον Άγιο Βασίλειο που τους ήταν γνωστός όπως και άλλες σπηλιές μεγάλων οσίων του Αγίου Όρους - του αγίου Αθανασίου του Λαυριώτου, του οσίου Νείλου του Μυροβλήτου του άγιου Πέτρου του Αθωνίτου - πριν μονάσουν κοντά στον παππού Εφραίμ. Μια φορά βαδίζοντας από τον Άγιο Βασίλειο προς την Λαύρα, όπου ήταν ο πνευματικός τους, για να εξομολογηθούν και να λειτουργηθούν, καθώς έφθασαν στη θέση «Κρύα Νερά» κάτω από τον Άθωνα, από το πολύ χιόνι, την ταλαιπωρία και την εξάντληση από την υπερβολική νηστεία ο Γέροντας απέκαμε. Σταμάτησαν άναψαν λίγη φωτιά να ζεσταθούν κι όλη τη νύχτα την πέρασαν κάνοντας μετάνοιες, μέχρι που ξημέρωσε και γύρισαν πίσω.
Για να βιάζει ο Γέροντας τον εαυτό του σε ολονύχτια ορθοστασία (δέκα-ώρες), έφτιαξε ένα μπαστούνι κάπως διαφορετικό από τα συνηθισμένα, όπως έχετε δει, και κει πάνω ακουμπούσε και προσηύχετο με ή χωρίς το κομποσχοίνι. Μια φορά - ποιος ξέρει μετά από πόσες ώρες τέτοιας αγρυπνίας - έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε κάτω. Όταν συνήλθε, ένιωσε τον εαυτό του πεσμένο κάτω την εικόνα της Παναγίας και το καντηλάκι του πεσμένο κάτω και χυμένο πλάι του, το μπαστούνι πεταμένο πέρα μακρυά. Άλλοτε πάλι έκανε έγκλειστος, δεν έβγαινε καθόλου. Από το παραθυράκι κατά διαστήματα ο γέρο-Αρσένιος του έδινε το παξιμαδάκι. Μια νύχτα άνοιξε το παράθυρο να πάρει αέρα, ζαλίστηκε κι έπεσε απ' το παράθυρο.
Κάποτε σε μιαν εορτή, ο γέρο-Αρσένιος πήγε σε γειτονική καλύβη για να κοινωνήσει, ενώ ο Γέροντας αγρυπνούσε μόνος του με πολύ πένθος και μία αίσθηση της αμαρτωλότητος και αναξιότητός του, διότι οι άλλοι πατέρες θα μεταλάμβαναν, ενώ αυτός θα έμενε άμοιρος αυτής της χάριτος για τις άμαρτίες του. Ξαφνικά ένιωσε ένα σκούντημα στο κεφάλι, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε και μέσα στα σκοτεινά είδε μια λάμψη. Μέσα στη λάμψη ήταν ένας ωραιότατος άγγελος που κρατούσε στο αριστερό του χέρι ένα κουτάκι ολόλαμπρο και στο δεξί μία λαβίδα. Ο Γέροντας ευρισκόμενος υπό την επήρεια του πνευματικού αυτού φαινομένου και του μυστηρίου της χάριτος της οπτασίας κατάλαβε αθέλητα και χωρίς να σκεφθεί - γιατί σ' αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος παύει να σκέφτεται αισθάνεται κατά το σύνηθες - έκαμε αυτό που ο Θεός του έλεγε να κάνει: Άνοιξε το στόμα του, κοινώνησε από του αγγέλου το χέρι με Άγιον Άρτον και έφυγε ο άγγελος, έσκυψε πάλι το κεφάλι του και δυναμωμένος από το γεγονός συνέχισε την ευχή.
Πολλές είναι οι ασκήσεις που έκαμνε ο Γέροντας και με τη χάρη του Θεού κατάφερε να αγνίσει τελείως τον εαυτό του κυρίως από το σαρκικό πάθος. Η θέση του μονάχου απέναντι στο πάθος το σαρκικό, πρέπει να είναι πόλεμος στήθος με στήθος. Οι σαρκικοί λογισμοί να αντιμετωπίζονται με ξύλο. «Σκοτώστε τον εαυτό σας», μας έλεγε, «για να ζήση η ψυχή». Εάν δεν αντιμετωπίσομε αυτό το θηρίο κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν υποτάσσεται η σάρκα στο πνεύμα. «Το ξύλο θα τόχετε κάτω από το μαξιλάρι και, μόλις έλθουν οι λογισμοί, ξύλο! Έτσι σιγά-σιγά ο άνθρωπος αποκτά το άνθος και την ευωδία της αγνότητας και της καθαρότητας, πράγμα που έχει πολλή παρρησία στο Θεό».
Η αγνότης του Γέροντος ήταν κάτι το θαυμαστό. Θυμάμαι, όταν έμπαινα το βράδυ στο κελλάκι του, ευωδίαζε όλο. Η δε οσμή της προσευχής του αισθανόμουν να διαποτίζει ό,τι τον περιέβαλε, επηρεάζοντας όχι μόνο τις εσωτερικές αλλά και τις εξωτερικές μας αισθήσεις. Όταν μάς μιλούσε για την αγνότητα της ψυχής και σώματος, έφερνε πάντοτε ως παράδειγμα την Παναγία μας. «Δεν μπορώ να σάς περιγράψω», έλεγε, «πόσο αρέσει στην Παναγία μας η καθαρότης και η σωφροσύνη. Επειδή αυτή είναι η μόνη αγνή Παρθένος, γι' αυτό και όλους έτσι μάς θέλει και μάς αγαπά». Και πάλι έλεγε: «Δεν υπάρχει άλλη πιο ευωδιαστή θυσία προς τον Θεό, σαν την αγνότητα του σώματος, που αποκτάται με αγώνα και αίμα. Γι' αυτό βιασθείτε! Μη δέχεσθε καθόλου τους αισχρούς λογισμούς!»
Όταν ήμεθα στη Νέα Σκήτη, ήρθε κάποιος μοναχός και είπε στον Γέροντα ότι είχε σαρκικό πόλεμο και τα σχετικά. Ο Γέροντας του είπε να κόψει το κρασί, να «σφίξει τη ζώνη του», να διώχνει τις αισχρές φαντασίες, να χρησιμοποιεί το ξύλο και να είναι σίγουρος ότι ο πόλεμος θα υποχώρησει. Μετά από κάποιο διάστημα ξανάρθε ο μοναχός και είπε ότι ακολούθησε την εντολή, αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν. Του ‘δωσε το ξύλο ο Γέροντας, για να του δείξει πώς χτυπάει τον εαυτό του, μα εκείνος στην ουσία χάιδευε το σώμα του. Τότε ο Γέροντας άρπαξε το ξύλο, σήκωσε το ζωστικό και με τρεις που έδωσε στα πόδια τόσπασε το ξύλο. Απόρησε ο μοναχός. «Παιδάκι μου, έτσι βγαίνουν τα δαιμόνια! Όχι με χαϊδέματα!»
Έλεγε μάλιστα ο Γέροντας σχετικά, ότι μια μέρα κάνοντας την ευχή, καθώς έκλεισε τα μάτια του, είδε μπροστά του ένα δαίμονα. Φώναξε τον γέρο-Aρσένιο ν’ ανάψει φωτιά, μια και μετά από πάλη τον είχε δέσει, ώστε να τον κάψουν. Όταν κατάλαβε ο δαίμονας, έγινε κόρακας κι έφυγε. Όταν ξύπνησε ο Γέροντας, είδε ότι είχε απελευθερωθεί από το πάθος της σαρκός. Οι τοίχοι του κελλιού του ήταν χαλασμένοι από τις μπουνιές και τα κτυπήματα, δείγματα της πάλης του με τους δαίμονες.
Μέσα στην αδελφότητα μας, στη μικρή μας συνοδεία, βασικό στοιχείο της μοναστικής μας ζωής ήταν και η αγρυπνία. Μάς το τόνιζε ο Γέροντας ότι χωρίς αγρυπνία προκοπή δεν γίνεται, δεν αποκτά θεμέλιο ο μοναχός. Και όπως ξεύρετε, ήταν καθιερωμένο, από την πρώτη νύχτα που θα ερχόταν κάποιος δόκιμος στη συνοδεία μας έπρεπε ούτως ή άλλως να αγρυπνήσει. Αγρυπνούσαμε όλη τη νύχτα, Ιδιαίτερα το καλοκαίρι που η νύκτα είναι μικρή. Η αγρυπνία μας ήταν δέχα ώρες: κομποσχοίνι, μετάνοιες, μελέτη και λογισμοί στον Γέροντα. Μα μπόρεσες να κοιμηθείς το απόγευμα, μα δεν μπόρεσες εξαιτίας πειρασμού ή για κάποιον άλλο λόγο, η αγρυπνία σου θα γίνει! Αυτό ήταν το τυπικό. Ουδεμία συγκατάβασις συγχωρείτο από μέρους του Γέροντος, ώστε να μην αγρυπνήσει ο αδελφός. Μάς γύμναζε πάντοτε στην αγρυπνία και μάς έλεγε το πόσον ωφέλιμη είναι. Πόσα είναι τα κέρδη τα πνευματικά, πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο, πως τον κρατάει νηφάλιο. Πόσα είναι τα χαρίσματα της νοεράς προσευχής. Μάς υπενθύμιζε το σκοπό για τον οποίο εγκαταλείψαμε τον κόσμο και πήγαμε κοντά του έχοντας γνώση του αυστηρού τυπικού. Όταν επρόκειτο να με κάμει μοναχό, μου είπε: «Θάνατος! Εϊτε έτσι είτε αλλιώς, είτε ζής, είτε άρρωστήσης, είτε πόνεσης, ένα θάχης στη σκέψη σου: ότι ο θάνατος μόνο θα σε χωρίσει από εδώ. Μη ζήτησης παράκληση, μη ζητήσης θεραπείες». «Νάναι ευλογημένο, Γέροντα. Θάνατος, θάνατος!»
Ο λογισμός βέβαια, πότε της υπερηφάνειας, πότε της αμελείας ή ότιδήποτε άλλο, με πολεμούσε πολύ, αλλά μάς έλεγε να τον αντιμετωπίζουμε με τέλεια καταφρόνηση και αδιαφορία. «Κράτα την ευχή! Θα περάσει. Φουρτούνα είναι- επίθεσις. θα υποχώρησει. Όταν εσύ αντισταθείς, όταν κρατήσεις το μέτωπο γερά, όταν δεν χάσεις το θάρρος σου, θα υποχώρησει. Ούτως ή άλλως αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να επιτίθεται, για να σπάσει το μέτωπο, να ρίξει το τείχος, να προχορήση η ορμητικότητα του νερού, να κατακλύσει, να γκρεμίσει ό,τι όρθιο υπάρχει. Κράτα το τείχος γερά, και αυτός θα υποχώρησει». Καί υποχωρούσαν οι λογισμοί.
Αγρυπνούσαμε κάθε νύχτα. Ώρες στην προσευχή. Άλλος στο σκαμνάκι άλλος κάτω, εισπνέαμε και εκπνέαμε το όνομα του Χριστού. Αγωνιζόμαστε με όλη μας τη δύναμη. Μάς πολεμούσε ο ύπνος; Αντιστεκόμεθα, βγαίναμε έξω από την καλύβα. Μα κρύο, μα βροχή, μα παγωνιά, έξω! Προκειμένου να κοιμηθούμε και να χάσουμε την αγρυπνία, προτιμότερος ο πόλεμος, προτιμότερη η δυσκολία. Κι άς μη καταλαβαίναμε την ευχή, αρκεί να ήμεθα άγρυπνοι και να μαχώμεθα. Μας συνιστούσε επίσης ο Γέροντας ότι δεν πρέπει να λείπουν τα δάκρυα από την αγρυπνία του μοναχού. Ο μοναχός πρέπει να κλαίει συνεχώς, για τις αμαρτίες του, για τους άλλους, για την προς τον Θεόν αγάπη.
Μάς έλεγε επίσης ότι, όταν η προσευχή προχώρησει και καλλιεργηθεί προφορική επίκληση του ονόματος του Ιησού, αρχίζει σταδιακά ο νους να απαλάσσεται από τον μετεωρισμό και να κατακτά το όνομα του Χριστού. Αφού ο νούς πάρει όλη την προσευχή, τότε αρχίζει να ανοίγεται η καρδιά και να δέχεται το κατέβασμα της προσευχής. Και μετά από χρόνια, μετά από βία περιεκτική, δηλ. βία γενίκη σ' όλους τους αγώνες της ασκήσεως, η καρδιά δέχεται ολόκληρη την προσευχή και δημιουργείται η καρδιακή κατάστασις, που είναι μια κατάκτηση βασιλική της καρδιάς πάνω στην ευχή και στα πάθη. Κυριαρχεί μια ειρήνη και μια υποταγή των πάντων στην κυβέρνηση του Χριστού, που βασιλεύει διά του θείου όνόματός Του.
Πρωτοπόρος στην ευχή ήταν ο Γέροντας. Αγρυπνούσε πάντα με μεγάλες επιτυχίες. Νοερά προσευχή επτά-οκτώ ώρες, οκτώ ώρες ο νους μέσα στην καρδιά. Σκεφθείτε δουλειά με το όνομα του Χριστού! Οκτώ ώρες μέσα στην καρδιά! Σκεφθείτε το όργωμα της καρδιάς διά της χάριτος του Θεού! Εξ ου γινόταν ο κλαυθμός, κατά το πλείστον από την αγάπη και τον έρωτα του Θεού. Όταν δεν υπήρχε αυτή η παράκλησις, ο κλαυθμός εστρέφετο πενθικός γύρω από τον θάνατο, γύρω από την σταύρωση του θεανθρώπου Χριστού μας, γύρω από την προσευχή για τον κόσμο - γιατί είχε πάρα πολύ μεγάλη αγάπη για τον κόσμο. Αν κάποτε δεν είχε άμεσα την επίσκεψη του Θεού, την προκαλούσε: Έψαλλε κανένα νεκρώσιμο τροπάριο, έφερνε στη μνήμη του άλλους αγωνιστές κι έτσι προσπαθούσε να ξεπεράσει τη δυσκολία και να ελκύσει τη θεία χάρη. Όλη τη μέρα μάς υπενθύμιζε: «Κρατάτε την ευχή! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!»
Πήγαινα το βράδυ, όταν έβγαινε από την καλύβα του, τον πλησίαζα και του έλεγα ότι ο ύπνος με πολεμά. «Κράτα γερά! Κράτα το όπλο και μη φοβάσαι», μου απαντούσε. Το καλοκαίρι έρχονταν οι βάρκες και ψάρευαν με το φως, με τις λάμπες. «Βλέπεις παιδί μου, έλεγε, πώς αγωνίζεται αυτός εδώ ο ψαράς όλη τη νύχτα, για να πιάσει μια χούφτα ψάρια, να τα πάει στο σπίτι του, και παρακολουθεί και αγρυπνεί για κάτι το γήινο; Βλέπεις, καμιά φορά τραγουδάει, για να περάσει η ώρα. Εμείς που ήλθαμε, για να ψαρέψουμε την χάρη του Θεού, δεν πρέπει να αγρυπνούμε; Κι εμείς πρέπει να τραγουδούμε, δηλαδή να ψάλλουμε, να υμνολογούμε τον Θεό- να αγρυπνούμε στους λογισμούς, να μη κοιμώμεθα. Αυτός εδώ κάτω ο ψαράς για τα λίγα ψαράκια, εμείς όμως για πνευματική άγρα, για το ψάρεμα της Βασιλείας των Ουρανών, για χάρη περισσότερη, για μισθό αιώνιο ενώπιον του Θεού. Μεγάλη υπόθεσις!». «Είναι αλήθεια, Γέροντα...». Κι έτσι μας δυνάμωνε.
Ο Γέροντας αγωνιζότανε πολύ και στην εγκράτεια. Όταν έφθανε η Μεγάλη Σαρακοστή, εκεί πια εκορυφώνετο η νηστεία του. Στην πρώτη Σαρακοστή που ήμουν κοντά Του, η νηστεία που μας επέβαλε μου φάνηκε υπερβολική, αλλά ήταν πολύ πιο ήπια απ’ αυτήν που έκαναν με τον γέρο-Αρσένιο τα προηγούμενα χρόνια. Είχαν κάτι πιατάκια που χωρούσαν μερικές μόνο κουταλιές φαγητό. Αυτό ήταν το φαγητό του εικοσιτετραώρου και χωρίς βέβαια ψωμί. Έπαιρναν ελάχιστη τροφή, ίσα-ίσα να μπορούν να στέκουν στα πόδια τους, για να αγωνίζονται.
Όταν τον συνάντησα εγώ, ήταν μέτριος στην αυστηρότητα εν συγκρίσει με την αυστηρότητα που είχε, όταν ήταν στον Άγιο Βασίλειο. Είχε ακουσθεί η φήμη του ως μεγάλου ασκητού και πήγαν αρκετοί, για να μονάσουν κοντά του, αλλά δεν μπόρεσαν, γιατί ήταν απαιτητικός. Όταν κατέβηκε στη Μικρή Αγία Άννα, όπου τον βρήκα εγώ, ήταν αυστηρός. Κυρίως με μένα ήταν ένας συνεχής καταπέλτης. Βέβαια ο θεός τον φώτιζε να με μεταχειρισθεί έτσι, γιατί είχα ανάγκη καθαρισμού από τον πολύ εγωισμό και την σκουριά που είχα μέσα μου. Έτσι ήταν αυστηρότατος στον Άγιο Βασίλειο, μέτρια αυστηρός στην Άγια Άννα και ακόμη λιγότερο στη Νέα Σκήτη. Όταν είχε έρθει ο π. Παντελεήμων από την Αμερική, έχοντας υπ’ όψη του πόσο ήπιος και μαλακός είναι ο Γέροντας, δεν μπορούσε να πιστέψει την παιδαγωγία στην οποία με υπέβαλε. Κι ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε ότι στον Άγιο Βασίλειο, όντας νέος ήταν πολύ αυστηρός, προϊόντος όμως του χρόνου θεώρησε προτιμότερο και αποτελεσματικότερο να επιβάλλεται όχι με την αυστηρότητα, αλλά με την αγάπη και τη συγκατάβαση.
Στην πρώτη Σαρακοστή που κάναμε πάνω τις πέντε ήμερες της εβδομάδος δεν μάς έδινε ούτε φαγητό, ούτε ψωμί. Μια φορά το εικοσιτετράωρο τρώγαμε χυλό, που φτιάχναμε με 25 δράμια αλεύρι. Το Σαββατοκύριακο μάς έκαμνε φαγητό με ψωμί. Το βράδυ δέκα ώρες αγρυπνία με προσευχή, με διπλάσιο και τριπλάσιο κανόνα σε κομποσχοίνια και μετάνοιες, και την ήμερα πολύ σκληρή δουλειά, πράγμα που οπωσδήποτε μάς ωφελούσε ψυχικά. Ενώ εμείς σήμερα, όντες πολύ αδύναμοι ψυχοσωματικά, δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τέτοια άσκηση. Τά κελλιά μας δεν είχαν την ανάπαυση των σημερινών κελλιών. Η ζωή μας ήταν ανθρωπίνως δύσκολη, αλλά με το λογισμό της αυταπαρνήσεως εύκολη. Όταν μας καλλούσε η υπακοή να τρέξουμε από το βουνό κάτω και να φορτωθούμε φορτίο, πολλές φορές πάνω από τις δυνάμεις μας, το κάναμε αμέσως, χωρίς καμία αντίρρηση. Μα αυτή ήταν η διδασκαλία του Γέροντος: Ο πρόθυμος άνθρωπος είς τα σωματικά είναι και στα πνευματικά πρόθυμος, όταν εγκεντρισθεί το πράγμα- όταν γίνει σε μια υπόσταση. Τότε ολοκληρώνεται ο αγωνιστής εις πνευματικόν άνθρωπον. Διότι ο κόπος ο σωματικός εν γνώσει και αληθεία βοηθά θαυμάσια τον άνθρωπο, τον μοναχό εις μετάνοια, εις πένθος και εις δάκρυα. Αυτοί οι κόποι της ημέρας και της νύκτας, με τις προσευχές του Γέροντος, μάς έφερναν δάκρυα νύχτα-μέρα. Μα στην προσευχή ήταν αυτά, μα στο διακόνημα, μα πάνω στον κόπο, τα μάτια δεν σταματούσαν. Φθάναμε στο σημείο να μη νιπτώμεθα με νερό, αλλά με τα δάκρυα. Γι’ αυτό πολλές φορές, όταν πέφταμε να κοιμηθούμε, ευωδία Θεού μας κύκλωνε. Οι ευχές του Γέροντα ήταν πολύ δυνατές.
Μου έλεγε ο Γέροντας ότι στους μεγάλους πειρασμούς γνώρισε χειροπιαστά τη χάρη του Θεού. Γιατί ανάλογα με τον πειρασμό που υπομένει κάποιος για την αγάπη του Θεού ο Θεός αποκρίνεται. Κι όταν ο άνθρωπος εργάζεται διά τον Θεόν με πολύ καλή προαίρεση, δεν είναι δυνατόν ο Θεός να τον αφήσει να πειρασθεί υπεράνω των δυνάμεων του. Αλλά και η ανταπόδοση από τον Θεό θα είναι ανάλογη. Μάς το λέει αυτό κι ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Όταν κανείς περνάει μεγάλο πειρασμό και παρακάλεσει τον Θεό να τον απαλλάξει και εισακουσθεί, ο άνθρωπος στερείται ανάλογης χάρης, όσο ήταν το μέγεθος του πειρασμού τον οποίον του αφαίρεσε»[1]. Αυτό σημαίνει ότι όποιος θέλει να γνωρίσει την χάρη το πολύ, να κάνει υπομονή στους πειρασμούς. Με πίστη κι εμπιστοσύνη στον Θεό να κράτηση το μέτωπο, κι ο Θεός είναι παρών.
Κάποτε ο Γέροντας περνούσε κάποιο μεγάλο πειρασμό εξωτερικά, αλλά κοπίαζε πάρα πολύ και ψυχικά. Κατέφυγε λοιπόν στην εκκλησία και έχυσε όλο τον πόνο της καρδιάς του μπροστά στην Παναγία, την οποία λάτρευε κυριολεκτικά. Τότε, χωρίς να το καταλάβει, έκλεισαν τα σωματικά του μάτια κι άνοιξαν τα ψυχικά. Είδε ότι η Παναγία βγήκε, ξεκόλλησε από το τέμπλο κι ολοζώντανη στάθηκε μπροστά του έχοντας στην αγκαλιά της τον Κύριο, βρέφος μικρό. «Μή στενοχωριέσαι, του είπε, εγώ θα σε βοηθήσω». Κι απλώνοντας το βρέφος το χεράκι Του τον θώπευε στο πρόσωπο και η ψυχή του Γέροντα γέμισε με απέραντη αγάπη και έρωτα Θεού. Η στενοχώρια έφυγε και η υπόθεση τακτοποιήθηκε πολύ καλά.
Αν πείτε για τη σιωπή, λόγο δεν έβγαζε χωρίς ανάγκη. Ιδιαιτέρως τη Μεγάλη Σαρακοστή, όταν ήταν μόνοι τους με τον γέρο-Αρσένιο, τηρούσαν σιωπή όλη την εβδομάδα. Μιλούσαν μόνο από τον εσπερινό του Σαββάτου έως το απόδειπνο της Κυριακής και μετά πάλι σιωπηλοί όλη την εβδομάδα- με νοήματα συνεννοούντο. Και επειδή πολλή ωφέλεια είχε δει από την άσκηση της σιωπής, απαγόρευε και σε μας να μιλούμε μεταξύ μας, μόνο για τα απολύτως αναγκαία έπρεπε να χαλούμε τη σιωπή. Όταν μας έστελνε έξω απ’ το ησυχαστήριό μας για κάποια διακονία, δεν μας επέτρεπε να μιλήσουμε με κανένα. Θυμάμαι, όταν επέστρεφα, πάντοτε μου έκαμε ακριβή εξέταση, αν ετήρησα απόλυτη υπακοή και σιωπή. Σε παράβαση δύο-τριών λέξεων ο πρώτος μου κανόνας ήταν διακόσιες μετάνοιες.
Όπως σας έχω ξαναπεί, όταν ο Γέροντας ήθελε κάπου να πάει με τον γέρο-'Αρσένιο, σε κάποιο μοναστήρι φερ' ειπείν, ξεχώριζαν, κρατούσαν μια απόσταση καθ' οδόν και λέγανε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Δεν πηγαίνανε μαζί, για να μη τους νικήσει ο διάβολος της αργολογίας και από την αργολογία ξεκινήσει η κατάκριση και τόσα άλλα. Γιατί παίρνανε το μέτρο αυτό; Μα για να εμποδίσουν τον πειρασμό. Γιατί ο πειρασμός παίρνει την ευκαιρία και προσπαθεί να ρίξει τον άνθρωπο στην αμαρτία.
Καμιά φορά ο γέρο-Αρσένιος, είτε γιατί ήταν παππούλης είτε γιατί ήταν απλός, πήγαινε να πει κανένα λόγο για κάποιον αδελφό εκτός της συνοδείας ή εντός ή κάποιο νέο που έμαθε. Μόλις άρχιζε, με τις πρώτες λέξεις, ο Γέροντας σήκωνε το χέρι του, του δινε μια στο κεφάλι κι έλεγε: «Αρσένιε, πρόσεχε- μη κατακρίνεις, δεν επιτρέπεται- θα χάσεις την χάρη του Θεού». «Έλα, τζάνεμ, τι είπα;», απαντούσε. «Αυτό που είπες είναι εις θέσιν να σου στερήσει την ευλογία της προσευχής. Τι άλλο θέλεις;». «Ευλόγησον!». Αλλά εμείς οι νεότεροι ν' ανοίξουμε το στόμα να μιλήσουμε, αυτό δεν το γνωρίζαμε, ή να μιλήσουμε μεταξύ μας και να αργολογήσουμε, δεν το είδαμε ποτέ.
Έμπαινε στο καράβι ο Γέροντας να πάει π.χ. από την Αγία Άννα στη Δάφνη: Το κεφάλι κάτω και «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με...» Πήγαινε κάποιος πατέρας: «Τι κάνετε, π. Ιωσήφ, πώς πάει η συνοδεία;». «Καλά, καλά, ευλογείτε. Κύριε Ιησού Χριστέ...», τον έκοβε.
Επιστατούσε πολύ στο θέμα της αργολογίας. Η κατάκριση ήταν ανύπαρκτη. Όταν επιχειρούσε κανείς να μιλήσει, καταπέλτης ο Γέροντας: «Εδώ μέσα δεν χωρούν νέα και ειδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπή και ευχή! Τίποτ' άλλο! Δεν ήρθαμε εδώ να περάσουμε τον καιρό μας. Ο διάβολος καιροφυλακτεί, αγρυπνεί τρέχει εδώ κι εκεί σαν λιοντάρι, ποιόν να βρει σε αμέλεια, σε ραθυμία, σε απρόσεκτη κατάσταση, να τον αρπάξει. Πρέπει να ‘χωμε το νου μας». Αυτά και τόσα άλλα, για μας τους νεωτέρους, τους νέους μοναχούς που ήμεθα κοντά στο Γέροντα, ήταν ο θεμέλιος λίθος, το βαθύ θεμέλιο. Εάν δεν είχαμε αυτές τις νουθεσίες του Γέροντος κι εμείς από πλευράς μας δεν τις εφαρμόζαμε και δεν τις υλοποιούσαμε δεν θα γινόταν τίποτε απολύτως.
Μόλις κάποιος νέος αδελφός προσετίθετο στην συνοδεία μας, η πρώτη διδασκαλία που του έκανε ήταν: «Παιδί μου, την ευχή, θέλω να σε ακούω να λες την ευχή!». Κι όταν μεγαλώσαμε και γίναμε Ιερείς και ό,τι άλλο, συνέχεια την ευχή! Του έλεγα χαρακτηριστικά κάποτε: «Γέροντα, από την ευχή πονάει το στόμα μου η γλώσσα μου, έκλεισε ο λάρυγγάς μου, δεν μπορώ να αναπνεύσω- πονάει η καρδιά μου». «Δεν παθαίνεις τίποτα, υπομονή!» μου απάντησε. Και πράγματι η ωφέλεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Πολλές φορές ερχόταν τόση χάρις από την προφορική ευχή, που ένιωθε κανείς μέσα του τόση θεία αγάπη, τόση αρπαγή του νου του. Και πάνω στο διακόνημα κατά περίεργο τρόπο ο νους δεν ήταν απλώς στην προσευχή αλλά στη θεωρία του Θεού, στη θεωρία - εν αισθήσει - του άλλου κόσμου.
Όταν τον ρωτούσα γιατί καμιά φορά η προσευχή μου δεν μπορεί να περάσει τη σκεπή του κελλιού μου, ο Γέροντας απαντούσε ότι την εμποδίζουν τα δαιμόνια κατ’ οικονομίαν Θεού για πείρα. Άλλοτε έβλεπες τον νου, να μην τον εμποδίζει απολύτως τίποτε το πνευματικό και σαν σφαίρα με αφάνταστη και ασύλληπτη ταχύτητα να ανεβαίνει και να άπτεται εκείνα τα όποια ξεπερνούν την υλική φύσι.
Γέροντα, του έλεγα, δεν νιώθω δυσκολία πάνω στα αμαρτήματα μου, δυσκολία στη σκέψη και στη θεωρία της εξόδου, δυσκολία στο ξεπέρασμα των τελωνίων; Προσπαθώ να βάλω τον νου μου, τον εαυτό μου στ' αριστερά του Κριτού για τη Δευτέρα Παρουσία και δεν πηγαίνει, αλλά αθέλητα, ανεμπόδιστα και αβίαστα πηγαίνει προς τα δεξιά». «Καλά, δεν καταλαβαίνεις;» μου λέει. «Δεν καταλαβαίνω απαντώ. «Τή στιγμή που σαν υποτακτικός άφησες το φορτίο σου όλο επάνω στους δικούς μου ώμους, εσύ ελάφρωσες. Για ποια πράξη θα δώσεις απολογία, τη στιγμή που όλα τα έχεις αναθέσει σ' έμενα, τα έχεις εναποθέσει μπροστά μου, τα έχω αναλάβει εγώ και σύ είσαι ελεύθερος; Πώς να μην πας προς τα κει, ποιο πράγμα θα σ' έμποδίσει;». Και είχε δίκιο ο Γέροντας, γιατί δεν κάναμε τίποτε χωρίς να τον ρωτήσουμε.
Όταν, ενώ ήμασταν ακόμη στην Μικρή Αγία Άννα, είδε ο Γέροντας ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε άλλο λόγω των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης, της σκληρής ζωής, των ταλαιπωριών και του ανθυγιεινού κλίματος (γιατί αυτοί ήταν προχωρημένης ηλικίας κι εμείς οι νέοι με σακατεμένη υγεία, αιμοπτύσεις κ.λ,π.), πήρε στην προσευχή του την πληροφορία να φύγουμε για τη Νέα Σκήτη, που ήταν πιο χαμηλά και πιο υγιεινές οι συνθήκες διαβίωσης. Μείναμε για λίγο διάστημα μέσα στη σκήτη, στους Αγίους Αναργύρους. Όμως το καθεστώς και κάποιες διενέξεις δεν μας ανέπαυαν και σαν άνθρωποι ειρηνικοί αποφασίσαμε να φύγουμε. Ο ηγούμενος όμως του Αγίου Παύλου, όπου ανήκει η σκήτη, μας παρεχώρησε δωρεάν κάτι ησυχαστικά καλύβια που ήταν έξω από τη Σκήτη, τα οποία και μας ανέπαυσαν πλήρως, γιατί και σχέσεις διοικητικής φύσεως δεν θα είχαμε με τη σκήτη και το τυπικό της έρημου θα μπορούσαμε να τηρήσουμε. Και πράγματι μέχρι τελευταία το τηρήσαμε.
Μετά την πολυχρόνια πείρα του ο Γέροντας είχε καταλήξει ότι συμφέρει σε κάποιον να βρει ένα πνευματικό οδηγό και να μπει σε ένα πρόγραμμα με λίγους κόπους πάνω στα σωματικά και να έχει ένα τυπικό πάνω στο θέμα της προσευχής και της εγκράτειας. Αυτό το πράγμα το βρήκαμε, όταν κατεβήκαμε στη Νέα Σκήτη. Τηρήσαμε ακριβώς το τυπικό μας, την τάξη μας, την προσευχή μας, τις λειτουργίες, κάθε μέρα την εξομολόγηση, την ακρίβεια στις ομιλίες και ζούσαμε πάρα πολύ όμορφα, έως ότου ο Θεός έκρινε, αποφάσισε και πήρε τον Γέροντα στους Ουρανούς.
Τη μνήμη της εξόδου ο Γέροντας προσπαθούσε με την διήγηση διαφόρων Ιστορικών γεγονότων να μας την εμφυτεύσει πολύ βαθιά, για να έχουμε αδολεσχία πνευματική και για να λεπτύνει η συνείδησή μας προς καλύτερη αυτοκριτική, την οποία επιμελέστατα εφρόντιζε κι ο Γέροντας, κυρίως το βράδυ. Μας έλεγε ότι κάθε βράδυ στην αγρυπνία εξέταζε σε τι έσφαλε, ποιο πάθος κινήθηκε την ήμερα, ποιοί λογισμοί πέρασαν απ’ το νου του κι αμέσως, όπου έβλεπε ότι έσφαλε, ζητούσε συγχώρηση κι έπαιρνε απόφαση για ένα καινούργιο ξεκίνημα και ανάλογον για το κάθε πάθος αγώνα την επόμενη μέρα. Σε όλη του τη ζωή δεν έκαμνε τίποτε άλλο, παρά να εξετάζει τη συνείδησή του, να την συμβουλεύεται και να της κάμνει υπακοή. Κι έτσι έφθασε στο σημείο να μην τον κατηγορεί σε τίποτε. Από δω η παρρησία στην προσευχή, από δω η σιγουριά για τον Παράδεισο. Το ίδιο συνιστούσε και σε μας. Όταν κουραζόμαστε από τη νοερά προσευχή, μας συνιστούσε μελέτη, θεωρία πνευματική, αυτοκριτική και πάλι να επανερχόμαστε στη νοερά προσευχή. Και οι διδασκαλίες διανθίζονταν με διάφορα γεγονότα και ανάλογα περιστατικά Πατέρων και γνωστών μοναχών.
Όταν επρόκειτο να κοιμηθεί ο Γέροντάς του ο γέρο-Εφραίμ, τον ρώτησε σαν αρχάριος που ήταν αν είχε πληροφορία ότι θα σωθεί. Ο γέρο-Εφραίμ του απάντησε πως νιώθει ότι όλοι θα σωθούν και μόνον αυτός θα πήγαινε στα αριστερά του Χριστού. Και το δικαιολογούσε ύστερα αυτό ο Γέροντας λέγοντας ότι ο Θεός θέλοντας να προφύλαξει τον άνθρωπο στο τέλος της ζωής του από την κενοδοξία και την υπερηφάνεια, που μπορεί να τον οδηγήσουν στην απώλεια, τον κάνει να αισθάνεται πολύ αμαρτωλός.
Μια συνοδεία είχε φιλικές σχέσεις με τον Γέροντα και τον Γέροντα Αρσένιο και τους επισκέπτονταν για συμβουλές και πνευματική ωφέλεια. Ο π. Ιωαννίκιος, ο νεώτερος αδελφός της συνοδείας, ένα χαριτωμένο, γεροδεμένο παιδί απέκτησε πιό στενή πνευματική σχέση με τον Γέροντα και τον συμβουλευόταν σε θέματα προσευχής. Οι συμβουλές του Γέροντα είχαν αποτέλεσμα μέσα του και σε λίγο η προσευχή άρχισε να λέγεται άνετα και να του δημιουργεί καρδιακή θέρμη, οπότε ο νέος μοναχός επιδόθηκε ολόψυχα σ' αυτή την ευλογημένη εργασία. Το θέλημα όμως του Θεού ήταν ο μοναχός αυτός να φύγει ενωρίς από τη ζωή αρρώστησε από φυματίωση, η οποία τότε ήταν ανίατη και θανατηφόρα. Οι της συνοδείας του τον περιποιόνταν στα σωματικά, αλλά και τον προετοιμαζόταν για τον άλλο κόσμο. Το ίδιο έκανε κι ο Γέροντάς μου, ο οποίος, όταν διαπίστωσε ότι ο π. Ιωαννίκιος δεν μπορούσε πλέον λόγω γενικώτερης κατάπτωσης των δυνάμεών του να ανηφορίζει μέχρις αυτόν, προσφέρθηκε να κατεβαίνει ο ίδιος τη νύχτα, την ώρα της ακολουθίας με το κομποσχοίνι, ώστε να τον βλέπει, να τον τονώνη και να τον προετοιμάζει για την έξοδο.
Όταν πλέον ο Γέροντας διαπίστωσε ότι πλησιάζει η ήμερα της κοιμήσεως, του είπε, όταν θα ανηφορίζει προς τα πάνω με τον άγγελο του, να περάσει να τον χαιρετήσει. «Να 'ναι ευλογημένο Γέροντα», ήταν η απάντηση του υποτακτικού. Σε λίγες μέρες κι ενώ ο Γέροντας με τον π. Αρσένιο κάθονταν έξω κι έφτιαχναν σταυρουδάκια, πέρασε ο π. Ιωαννίκιος από κει, για να τον χαιρετήσει. Ο Γέροντας τον αισθάνθηκε, το είπε στην συνοδεία και σε λίγο ακούστηκε κάτω από τα κελλιά των μοναχών αυτών το καμπανάκι, δηλωτικό του θανάτου του π.Ιωαννικίου. Τόσο μεγάλη ήταν η υπακοή του μοναχού αυτού προς τον Γέροντα, παρά ότι τον είχε Γέροντα μόνον «δυνάμει».
Λίγες μέρες πρό της δικής του κοιμήσεως προς νουθεσία μου και βοήθεια πνευματική ο Γέροντας μου είπε: «Παιδί μου νιώθω μέσα μου ολόκληρο Παράδεισο. Χάρι πολύ μεγάλη, ευλογία Θεού. Βλέπεις οι κόποι της νεότητος τι κέρδος έφεραν. Βλέπεις ότι τίποτε δεν πήγε χαμένο; Το κάθε τι το μέτρησε ο Θεός. Και για ένα ποτήρι νερό αξιώνεται μισθού ο Χριστιανός. Πολλώ μάλλον οι κόποι οι μοναχικοί ενώπιον του Θεού τυγχάνουν ανταποδόσεως εδώ μεν με χάρη και ευλογία, στον άλλο κόσμο κατατίθενται στην τράπεζα του Θεού. Και όταν ο μοναχός απέλθη από τούτον τον κόσμο, όλο αυτό το ποσόν θα το «σηκώσει», όταν βρεθεί επάνω στον άλλο κόσμο. Δηλαδή οι καταθέσεις των κόπων τον περιμένουν και ανάλογα του ποσού που θα έχει απ’ εντεύθεν κατατεθεί εκεί θα γίνει και ο άνθρωπος πλούσιος εν τω Παραδείσω».
Τέλος ήλθε και ο καιρός της αναχωρήσεως του. Τον θάνατο τον ανέμενε σ’ όλη του την ζωή. Γιατί η παραμονή του εδώ ήταν αγώνας και κόπος και πόνος. Λαχταρούσε η ψυχή του ανάπαυση, και το σώμα του επίσης. Και σ' εμάς, παρ' ότι απ’ αρχής μας είχε εμφυτεύσει έντονη την μνήμη του θανάτου, μας έκανε πολύ δυνατή εντύπωση η εξοικείωσή του με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Έδειχνε ότι ετοιμάζεται για πανηγύρι. Τόσο η συνείδησίς του τον πληροφορούσε για το έλεος του Θεού. Όμως τις τελευταίες μέρες έκλαψε πάλι πέραν του συνηθισμένου. Του λέει ο γέρο- Αρσένιος, να τον παρηγόρησει: «Γέροντα, τόσους κόπους, τόση προσευχή έκανες σ' όλη σου τη ζωή, τόσα κλάματα, πάλι κλαις;». Τον κοίταξε ο Γέροντας και αναστέναξε: «Ε, γέρο-Αρσένιε! Αλήθεια είναι αυτά που είπες, αλλά άνθρωπος είμαι. Μήπως γνωρίζω αν ήσαν αρεστά όσα έπραξα στο Θεό μου; Αυτός Θεός είναι- δεν κρίνει καθώς εμείς οι άνθρωποι. Και μήπως θα ξαναγυρίσουμε πάλι εδώ, για να κλάψουμε; Τώρα ό,τι προλάβει ο καθένας μας. Όσο πενθήσει και κλάψει, τόσο θα παρακληθεί».
Σας έχω πει και άλλοτε για την αγάπη του προς την Παναγία μας. Ήταν ανωτέρα κάθε περιγραφής. Μόνο που ανέφερε το όνομά της τα μάτια του έτρεχαν. Την παρακαλούσε λοιπόν από καιρό να τον πάρει, να ξεκουρασθεί. Και τον εισήκουσε. Τον επληροφόρησε ένα μήνα πριν για την αναχώρησή του. Με κάλεσε τότε ο Γέροντας και μου είπε τι να ετοιμάσουμε.
Την παραμονή της κοιμήσεως του -14 Αύγουστου 1959 - πέρασε να τον δει ο κ. Σχοινάς από τον Βόλο, με τον οποίον ήταν πολύ γνώριμοι. «Τι κάνετε, Γέροντα, του λέγει, πως πάει η υγεία σας;» «Αύριο φεύγω, Σωτήρη. Όταν ακούσεις τις καμπάνες, να θυμηθείς τον λόγο μου».
Την άλλη μέρα στη λειτουργία της Παναγίας μας ο Γέροντας έψαλε με κόπο το Τρισάγιο και την ώρα που κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια είπε: «εφόδιον ζωής αιωνίου». Όταν ξημέρωσε, ο Γέροντας παρέμενε καθισμένος (λόγω δύσπνοιας) στη μαρτυρική του πολυθρονίτσα στην αυλή του ησυχαστηρίου μας, περιμένοντας την ώρα και την στιγμή. Ήταν σίγουρος για την πληροφορία που του είχε δώσει η Παναγία μας, αλλά βλέποντας την ώρα να περνά και τον ήλιο να ανεβαίνει του ήλθε κάτι σαν στενοχώρια, σαν αγωνία για την καθυστέρηση. Με φωνάζει και μου λέει: «Παιδί μου, γιατί αργεί ο Θεός να με πάρει; Ο ήλιος ανεβαίνει και εγώ είμαι ακόμη εδώ!». Βλέποντας εγώ τον Γέροντα μου να αδημονεί του λέω με θάρρος: «Γέροντα, μη στενοχωρήστε. Τώρα εμείς θα κάνουμε ευχή και θα φύγετε». Τότε σταμάτησαν τα δάκρυα του. Οι πατέρες, ο καθένας το κομποσχοίνι και έντονη την ευχή. Δεν πέρασε ένα τέταρτο και μου λέει: «Κάλεσε τους πατέρες να βάλουν μετάνοια, διότι φεύγω». Βάλαμε την τελευταία μετάνοια. Μετά από λίγο σήκωσε τα μάτια του ψηλά και κοιτούσε επίμονα για δύο περίπου λεπτά. Κατόπιν γυρίζει και λέει: «Όλα τελείωσαν. Φεύγω. Ευλογείτε!». Και με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δύο-τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια και αυτό ήταν! Θάνατος όντως οσιακός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το αίσθημα που κυριαρχούσε τότε μέσα μας. Μπροστά μας είχαμε νεκρό και μέσα μας ζούσαμε ανάσταση. Κι από τότε αυτό το αίσθημα συνοδεύει πάντοτε την μνήμη του Γέροντα μέσα μας.
Τώρα επάνω εκεί που βρίσκεται, βλέπει πιο καθαρά τα πράγματα πως γίνονται. Μας βλέπει πώς εργαζόμεθα. Προσεύχεται, πρεσβεύει, παρακαλεί τον Θεό να μας φροντίζει κάπως περισσότερο, γιατί εμείς δεν έχουμε την άσκηση τη δική του. Βλέπει τους κινδύνους που διερχόμεθα, τίς ατασθαλίες μας, τα πάθη μας, τα σφάλματά μας, βλέπει τόσα και τόσα και παρακαλεί τον Θεό να γίνει ίλεως. Είθε οι ευχές του να μη πάψουν ποτέ να μάς σκεπάζουν όλους μας στη διάρκεια της επίγειας ζωής μας και στον αγώνα μας για την βασιλεία των ουρανών.
[1] Αββα Ισαάκ του Σύρου, Τα σωζόμενα ασκητικά, Λόγος ΜΣΤ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1989
Πηγή:http://www.impantokratoros.gr/anamnhseis_gorontas_ioshf.el.aspx
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/logos/Anamniseis-apo-Geronta-mou-Iosiph

Χριστιανική ευγένεια


Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν χρέος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ γίνουν ἅγιοι καὶ τέλειοι. Ἡ τελειότητα καὶ ἡ ἁγιότητα χαράσσονται πρῶτα βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τυπώνονται καὶ στὶς σκέψεις του, στὶς ἐπιθυμίες του, στὰ λόγια του, στὶς πράξεις του.
 Ἔτσι, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει στὴν ψυχή, ξεχύνεται καὶ σ’ ὅλο τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτήρα.
Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ εἶναι εὐγενικὸς μὲ ὅλους.
 Τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του νὰ ἀποπνέουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ στὴν ψυχή του, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἡ χριστιανική του πολιτεία καὶ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος εἶναι μετρημένος στὰ λόγια, εἶναι μετρημένος καὶ στὰ ἔργα.
 Ὅποιος ἐξετάζει τὰ λόγια ποὺ πρόκειται νὰ πεῖ, ἐξετάζει καὶ τὶς πράξεις ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσει, καὶ ποτέ του δὲν θὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῆς καλῆς καὶ ἐνάρετης συμπεριφορᾶς.
Τὰ χαριτωμένα λόγια τοῦ χριστιανοῦ χαρακτηρίζονται ἀπὸ λεπτότητα καὶ εὐγένεια.
Αὐτὰ εἶναι ποὺ γεννοῦν τὴν ἀγάπη, φέρνουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρά.
Ἀντίθετα, ἡ ἀργολογία γεννάει μίση, ἔχθρες, θλίψεις, φιλονικίες, ταραχὲς καὶ πολέμους.
Aς εἴμαστε λοιπὸν πάντοτε εὐγενικοί.
Ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη μας νὰ μὴ βγεῖ λόγος κακός, λόγος ποὺ δὲν εἶναι ἁλατισμένος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πάντοτε λόγοι χαριτωμένοι, λόγοι ἀγαθοί, λόγοι ποὺ μαρτυροῦν τὴν κατὰ Χριστὸν εὐγένεια καὶ τὴν ψυχική μας καλλιέργεια.
Πηγή: «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.

Πειρασμοί


Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι καὶ αὐτοὶ δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους.
Γί’ αὐτὸ ἄφησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία.
 Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ὁ Θεὸς ξέρει τὴν ἀντοχὴ τοῦ καθενός μας καὶ παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας. Νὰ φροντίζουμε ὅμως κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε μόνοι μας τὸν ἑαυτό μας σὲ πειρασμό.
Ἐμπιστευτεῖτε στὸ Θεὸ τὸν Ἀγαθό, τὸν Ἰσχυρό, τὸν Ζῶντα, καὶ Αὐτὸς θὰ σᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάπαυση.
Μετὰ τὶς δοκιμασίες ἀκολουθεῖ ἡ πνευματικὴ χαρά. Ὁ Κύριος παρακολουθεῖ ὅσους ὑπομένουν τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις γιὰ τὴ δική Του ἀγάπη.
Μὴ λιποψυχεῖτε λοιπὸν καὶ μὴ δειλιάζετε.
Δὲν θέλω νὰ θλίβεστε καὶ νὰ συγχύζεστε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀντίθετα στὴ θέλησή σας, ὅσο δίκαιη κι ἂν εἶναι αὐτή. Μία τέτοια θλίψη μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἐγωϊσμοῦ.
 Προσέχετε τὸν ἐγωϊσμό, ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ μορφὴ τοῦ δικαιώματος. Προσέχετε καὶ τὴν ἄκαιρη λύπη, δημιουργεῖται ὕστερ’ ἀπὸ ἕναν δίκαιο ἔλεγχο.
Ἡ ὑπερβολικὴ θλίψη γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ θλίψη. Αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖται, ὅταν γνωρίσουμε καλὰ τὴν ἄθλια κατάσταση τῆς ψυχῆς μας.
Ὅλες οἱ ἄλλες θλίψεις δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Φροντίζετε νὰ περιφρουρεῖτε στὴν καρδιά σας τὴ χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπετε στὸν πονηρὸ νὰ χύνει τὸ φαρμάκι του.
 Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ὁ παράδεισος, ποὺ ὑπάρχει μέσα σας, μετατραπεῖ σὲ κόλαση.
Πηγή: «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.

Τα κόλλυβα και η ωφέλεια στους κεκοιμηθέντες


 
                 Πατήστε επάνω δεξιά στο παράθυρο του κειμένου για πλήρη προβολή  

Πηγή: http://www.imparaklitou.gr/index.php?

29 Μαΐου 2017

Αόρατος Πόλεμος - Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη, ποὺ μεταχειρίζεται ὁ διάβολος

Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη, ποὺ μεταχειρίζεται ὁ διάβολος γιὰ ἐκείνους ποὺ γνωρίζουν τὸ κακό τους καὶ θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν. Καὶ γιατὶ οἱ ἀποφάσεις μας πολλὲς φορὲς δὲν φέρνουν τὸ ἀποτέλεσμά τους

Ἐκεῖνοι, ποὺ γνωρίζουν τὴν κακὴ ζωὴ ποὺ ζοῦν καὶ θέλουν νὰ τὴν ἀλλάξουν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μένουν πλανεμένοι καὶ νικημένοι ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα· μετὰ ἀπὸ αὐτά· αὔριο, αὔριο· ἂς τελειώσω πρῶτα αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ νὰ παραδοθῶ μὲ περισσότερη ἀνάπαυσι στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ πνευματικὴ ζωή· ἂς κάνω αὐτὸ σήμερα καὶ αὔριο μετανοῶ. Παγίδα τοῦ ἐχθροῦ εἶναι αὐτή, ἀδελφέ, ἡ ὁποία ἔπιασε πολλοὺς καὶ πιάνει ἀκόμη πιὸ πολὺ τὸν κόσμο. Αἰτία τῆς παγίδας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἄγνοιά μας. Ἐπειδὴ καὶ σὲ μιὰ τέτοια ὑπόθεσι, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποτελεῖται καὶ κρέμεται ὅλη ἡ σωτηρία τῆς δικῆς μας ψυχῆς καὶ ὅλη ἡ τιμὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν πιάνουμε γρήγορα ἐκεῖνο τὸ τόσο δυνατὸ ὅπλο καὶ νὰ ποῦμε στὸν ἑαυτό μας· τώρα, τώρα νὰ ζήσω πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὄχι μετὰ ἀπὸ αὐτά· σήμερα, σήμερα νὰ μετανοήσω καὶ ὄχι αὔριο· τὸ τώρα καὶ τὸ σήμερα, εἶναι στὰ χέρια μου· τό, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ αὔριο εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἂν μοῦ εἶχε δοθῇ τό, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ αὔριο, ποιός δρόμος σωτηρίας καὶ νίκης θὰ εἶναι αὐτός, τὸ νὰ θέλω πρῶτα νὰ πληγωθῶ καὶ ὕστερα νὰ θεραπευθῶ, τὸ νὰ κάνω πρῶτα τὶς νέες ἀταξίες μου καὶ νὰ συμορφώνωμαι;
Ὁπότε, ἂν θέλῃς νὰ φύγεις, ἀδελφέ, ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλάνη καὶ νὰ νικήσῃς τὸν ἐχθρό, ἡ θεραπεία εἶναι, τὸ νὰ ὑπακούσῃς γρήγορα μὲ τὴν πρᾶξι στοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς θεῖες ἐμπνεύσεις, ποὺ σὲ καλοῦν σὲ μετάνοια καὶ νὰ μὴ δώσῃς καθόλου περιθώριο στὴ μέση, οὔτε νὰ πῇς, ὅτι ἐγὼ ἀποφάσισα ὁριστικὰ νὰ μετανοήσω μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ πιὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀλλάξω· ὄχι γιατὶ οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς εἶναι λανθασμένες καὶ πολλοὶ δείχνοντας ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτές, ἐξαπατήθηκαν καὶ ἔμειναν ἀμετανόητοι γιὰ διάφορες αἰτίες.
Α´. Γιατὶ οἱ δικές μας ἀποφάσεις δὲν εἶναι θεμελιωμένες πάνω στὴν ἀπιστία τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ στὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ· καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ συμβαίνει τὸ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν μεγάλη μας ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὁποία παρακινούμενοι, δίνουμε ἐμπιστοσύνη στὶς δικές μας ἀποφάσεις, πὼς εἶναι σταθερές. Ἀλλὰ τὸ φῶς γιὰ νὰ γνωρίσουμε αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀσθένειά μας καὶ ἡ βοήθεια γιὰ νὰ θεραπευτοῦμε, προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παραχωρεῖ, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, νὰ πέσουμε καὶ μὲ τὴν πτῶσι, μᾶς προσκαλεῖ ἀντὶ νὰ ἐλπίζουμε στὸ δικό μας θάρρος καὶ ἐλπίδα, νὰ ἐλπίζουμε καὶ νὰ δίνουμε ἐμπιστοσύνη σὲ αὐτὸν μόνο· καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μας, μᾶς προσκαλεῖ στὴ γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Θέλεις νὰ γνωρίζῃς, ἄνθρωπε, πότε εἶναι δυνατὲς καὶ στερεὲς οἱ ἀποφάσεις σου; Ὅταν δὲν ἔχῃς καμμία ἐμπιστοσύνη στὸ ἑαυτό σου καὶ ὅταν εἶναι ὅλες θεμελιωμένες μὲ ταπείνωσι στὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Θεοῦ.
Β´. Ὅταν κινούμαστε ἐμεῖς νὰ πάρουμε καμμία ἀπόφασι, σκεφτόμαστε μόνο τὴν ὡραιότητα καὶ δύναμι τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία παρασύρει μὲ τὸ μέρος της τὴν θέλησί μας, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατη· μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, ὅταν παρουσιασθῇ ἡ δυσκολία καὶ ὁ κόπος, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποκτᾶται ἡ ἀρετή, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀδύνατη καὶ νέα ἡ θέλησί μας, μικραίνει καὶ ἀποσύρεται πίσω καὶ στὴ συνέχεια μένουν ἄπρακτες οἱ ἀποφάσεις μας. Γι᾿ αὐτὸ ἐσὺ συνήθισε νὰ ἀγαπᾷς πολὺ περισσότερο τὶς δυσκολίες, ποὺ φέρνουν τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, παρὰ τὶς ἴδιες τὶς ἀρετές, καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυσκολίες ἂς τρέφεται πάντα ἡ θέλησίς σου, πότε μὲ τὸ λίγο καὶ πότε μὲ τὸ πολύ, ἂν θέλῃς πραγματικὰ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές. Καὶ ἂς εἶσαι βέβαιος, ὅτι τόσο πιὸ γρήγορα καὶ πιὸ γενναῖα θὰ νικήσῃς τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς ἐχθρούς σου, ὅσο πιὸ γενναῖα ἀγκαλιάσεις τὶς δυσκολίες καὶ ὅσο περισσότερο τὶς ἀγαπᾷς.
Γ´. Γιατὶ οἱ ἀποφάσεις μας μερικὲς φορὲς δὲν σκέφτονται τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ δικό τους συμφέρον, τὸ ὁποῖο, συνήθως ἀκολουθεῖ τὶς ἀποφάσεις, ποὺ κάνουμε γιὰ τὶς πνευματικὲς τρυφὲς καὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε θεῖα χαρίσατα. Ὁπότε ἐμεῖς, στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς στενοχωροῦν πολύ, ἄλλη βοήθεια δὲν βρίσκουμε, παρὰ νὰ βάλουμε σκοπὸ καὶ νὰ ἀποφασίσουμε πῶς θὰ παραδοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεὸ καὶ στὶς ἐξασκήσεις τῶν ἀρετῶν. Καὶ ἂν ἀγαπᾷς νὰ παραδοθῇς καὶ σύ, ἀδελφέ, σὲ αὐτό, ἂς εἶσαι στὸ καιρὸ τῶν πνευματικῶν τρυφῶν πολὺ ἐπιφυλακτικὸς καὶ ταπεινὸς στὶς ἀποφάσεις σου· ἰδιαίτερα ὅμως φυλάξου, νὰ μὴ δίνης ἐντολὲς στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ μὴν κάνῃς τάματα, γιὰ νὰ μὴν τὰ παραβῇς καὶ πέσῃς στὴν ἁμαρτία· καὶ ὅταν βρίσκεσαι λυπημένος, ἡ ἀπόφασι καὶ ἡ γνώμη σου ἂς εἶναι νὰ ὑποφέρῃς εὐχάριστα τὸν σταυρὸ καὶ τὴν θλῖψι, καθὼς θέλει ὁ Κύριος, ἀποστρεφόμενος κάθε γήινη βοήθεια καὶ καμιὰ φορὰ ἀκόμη καὶ τὴν οὐράνια· μιὰ ἂς εἶναι ἡ ἀναζήτησίς σου καὶ μία ἡ ἐπιθυμία σου, νὰ βοηθῆσαι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ὑποφέρῃς κάθε τί ἀντίθετο, χωρὶς νὰ μολύνῃς τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ χωρὶς νὰ κάνῃς τὸν Θεό σου νὰ δυσανασχετήσῃ.
Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/Aoratos-Polemos/polemos-apati-metacheirizetai-diavolos-ekeinoys-gnorizoyn-kako-theloyn-eleytherothoy

28 Μαΐου 2017

Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.

Πηγή εικόνας: http://impantokratoros.gr/3077A728.el.aspx

Ανέκαθεν έθνη με δική τους διοικητική επικράτεια και δικούς τους «πολιτισμούς» μη μπορώντας να επιβιώσουν με τα υπάρχοντα υλικά και «πνευματικά» αγαθά τους βάλλονταν κατά του Ελληνικού πολιτισμού και έθνους προσπαθώντας να διαλύσουν τα πνευματικά τους σκοτάδια.
Η μόνη τους δικαιολογία για όλα αυτά είναι και ήταν τα άλυτα υπαρξιακά τους προβλήματα.
Ποιος ευθύνεται γι' αυτά τα γεγονότα;
Και οι κατακτητές και οι κατακτημένοι;;;
Μία εκδοχή είναι ότι αυτό επετράπει εκ των Άνωθεν γιατί συν τω χρόνω η Πίστη κινδύνευε να μετατραπεί σε μία θρησκεία Παπικού - κοσμικού χαρακτήρα.
Ήδη οι παπικοί της "Νέας Ρώμης" επηρέαζαν αρνητικά την Ορθόδοξη Πίστη.
Φυσικά και δεν εγνώριζε ο Βύζας (Βασιλεύς των Μεγάρων στην Αττική) ότι η αποικία που έχτισε στον Κεράτιο κόλπο το 657 - 658 π.Χ. και την ονόμασαν Βυζάντιο προς τιμήν του οι άποικοι Μεγαρείς θα περνούσε τόσα δεινά από τους βαρβάρους.  



Την τελευταία ημέρα της Αλώσεως η άμυνα των Βυζαντινών πολεμιστών είχε αποδυναμωθεί και μπαίνοντας στην Πόλη οι απόγονοι της Άγαρ (Αγαρηνοί) κατέλαβαν όλες τις αμυντικές θέσεις στα τείχη τους εκτός τρεις πύργους :  των Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου.
Αυτούς τους τρεις πύργους υπερασπίζονταν με γενναιότητα πολεμιστές από την Κρήτη οι οποίοι μέχρις εσχάτων πολέμησαν μαζί με τους υπόλοιπους χριστιανούς εναντίον των βαρβάρων.
Ο αθεόφοβος σουλτάνος Μωάμεθ από ασφαλή θέση και μακριά από το πεδίο της μάχης έστελνε τους Αγαρηνούς να σκοτώνονται σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους και υποσχόμενός τους τρεις ημέρες αχαλίνωτου πλιάτσικου, σφαγών και βιασμών εναντίων των  Χριστιανών Πολιτών της Κωνσταντινούπολης.
Στο έσχατο διπλωματικό παιχνίδι της «στρατηγικής του σκακιέρας» ο σουλτάνος πρότεινε με λόγους πονηρούς και ανέντιμους στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο να του παραδώσει την Πόλη ειρηνικά υποσχόμενος ότι σε αντάλλαγμα θα του παραχωρούσε το Δεσποτάτο του Μιστρά.
Αν δεχόταν αυτή τη συμφωνία ο Κωνσταντίνος θα νομιμοποιούσε άμεσα την είσοδο του σουλτάνου και των βαρβάρων στρατιωτών του στην Βασιλεύουσα εφόσον ο δεύτερος θα κρατούσε τον πάπυρο παραχώρησης με το αυτοκρατορικό χρυσόβουλο στα χέρια του.
Η Απάντηση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα ήταν λακωνική, τίμια, γενναία και δισύλλαβη  ΟΧΙ !!!
Επέλεξε να σκοτωθεί στο Πεδίο της Μάχης υπερασπιζόμενος τον λαό του και τιμώντας τον Θρόνο, την Πίστη και την Πατρίδα!!!
Αυτή δεν ήτο μόνον μία έντιμη και γενναία απόφαση της στιγμής από πλευράς Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αλλά και μία διαθήκη που φέρει ως νόμιμους πολίτες τις επόμενες  γενιές των ορθοδόξων κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την σήμερον και δια παντός.
Οι δε Οθωμανοί παρανόμως καταπατούν τα πάτρια εδάφη μας όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ιωνία  και την Βόρεια Κύπρο. 

=========================================================
Και για να μην ξεχνάμε.....
Η ΑΛΩΣΗ ΤΟΥ 1204

Οι Δυτικοί λοιπόν άλωσαν την Πόλη το 1204. Πεινασμένοι από υλικά αγαθά και κοσμική εξουσία ονομάτισαν την πάλαι ποτέ "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" σε "Νέα Ρώμη" προδίδοντας εκτός εαυτών και την Αληθινή Πίστη, μετατρέποντας τον Τίμιο Σταυρό σε λάβαρο επιδρομών και επιβάλλοντας στην τότε Ευρώπη τον θρησκευτικό μεσαίωνα.
Την ημέρα της αλώσεως εισήλθαν οι αθεόφοβοι σταυροφόροι της Δύσης στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας έφιπποι σπάζοντας κειμήλια και καταστρέφοντας σημεία και αντικείμενα που περιείχαν χρυσό και πολύτιμους λίθους για να τα μεταφέρουν στην φτωχή καθ' όλα πατρίδα τους.
Και η παλαιά Ρώμη από που υιοθέτησε τον Πολιτισμό της?
Από την Αρχαία Ελλάδα φυσικά. Έτσι συνεχίστηκε ο Ελληνικός Πολιτισμός και κατά την Ρωμαϊκή περίοδο.
Τα ίδια και τα ίδια λοιπόν. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
-----------------------------------------------------------------
Πηγή: ttps://pneumatikesparaineseis.blogspot.gr/2017/05/1453.html

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Αναγνώστες